Εσχόλασα. Ήμουν πά’στα φώτα του Καλησπέρα, που την Αθαλάσσας να στρίψω δεξιά τζιαι να ρτω χωρκόν. Δεν εξισταύλιζα, όι. Ήμουν πρώτος στη δεξιάν λωρίδαν τζιαι εκαρτέρουν υπομονετικά ώσπου να άψει το πράσινον το ευλοημένον. Όσον τζι’αφταίνει το πορτοκκαλλίν, τσουπ, ένας με μοτόραν που πίσω μου, έρκεται που το πλευρόν, ανάμεσα σε μένα τζιαι τον άλλο που ήταν αριστερά μου τζιαι πάει τζιαι παρκάρει μπροστά του.
Επαλαβώσαμεν τζιαι οι θκυο, ώσπου τζιαι εκαταλάβαμεν ότι το παιδίν ήταν όργανον. Ένεψεν του παρέα να σταματήσει τζιαι εμέναν να προχωρήσω βιαστικά. “Ώπα, λαλώ, άνοιξεν η τύχη μας. Ούτε το Τζόκκερ να εκέρτουν. Είshεν φίφτυ-φίφτυ τshιάνσες να με κόψει εμέναν, αλλά ένεψεν μου να ρέξω”! Ε, έρεξα. Επροχώρησα κάμποσον, έφτασα ως τη γέφυρα των Λατσιών, όταν το είδα. Ήταν πίσω μου τζιαι έρκετουν κατά πάνω μου.
Ένα μπουρδέλλον με τροχούς.
Φωτούθκια κότshινα, μπλε, γαλάζια, άσπρα, όπως τα πελλά εχορέφκαν πάνω στα τιμόνια μοτόρων, καμπίνες Ππαντζέρο τζιαι μουτσούνες φρεσκοπλυμμένων Μερσεντών. Ήμουν ήδη στην αριστερήν πάνταν τζιαι ξεπίτηδες εν εβούρουν, για να δω το θίασο να περνά που δίπλα μου. Το shέριν μου επήεν μονομιάς στο παναθύριν τζιαι αμέσως έσυρα έναν “DAMNIT!” διότι είχα ξιάσει ότι το παναθύριν του οδηγού έμεινεν κλειστόν εδώ τζιαι κάμποσες εφτομάες τζιαι εν αννοίει. Εχάσαν έναν γερόν δεκάθκιασμαν τα κοπέλια.
Εκοντέψαν. Πρώτος ήταν ο παρέας που μου έκαμεν την τιμήν να με αφήκει να ρέξω πά’στα φώτα. Η μαύρη μοτόρα του ήταν αρκετά ψαρωτική, αλλά τα φωτούθκια εκάμναν την να μοιάζει παραπάνω γελοία. Πίσω του θκυο Μερσεντές, καλογυαλλισμένες τζιαι φωταγωγημένες που πάνω ως κάτω. Η πρώτη είshεν σημαιούαν της ευρωπεϊκής ένωσης στο μπροστινό αριστερά φανάριν της, ενώ η δεύτερη, στον ίδιον τόπο, είshεν σημαιούαν της Κύπρου. Οι σημαιούες εκυμματίζαν όπως τες άρρωστες· ένιξερω αν ήταν που τον αέραν ή αν εθέλαν να ξεφύουν που το μπουρδελλίκκιν των συγκεκριμένων αυτοκινήτων. Τελευταίον έναν Ππαντζέρο, λλίον άπλυτον, αλλά γεμάτον τζιαι τούτον με φωτούθκια. Πρέπει να επηαίνναν με καμιάν εκατοσαρανταρκάν χιλιόμετρα την ώραν. Να σημειώσουμεν, για τους καλαμαράες αναγνώστες, οι οποίοι θα αυτομολήσαν ως τωρά, ότι το όριον στο χάι-γουέι μας (την εθνική, καλέ!) είναι τα εκατό χιλιόμετρα ανά ώρα.
Μα καλάν, ο πρόεδρος τζιαι οποιοσδήποτε άλλος πολιτικός, εν πρέπει να αποτελούν παραδείγματα προς μίμησην για τους πολίτες; Ε, ήντα βουρούν σάννα τζιαι τζυνηούν τους, ολάν; Την επόμενη φορά που εννα με σταματήσει όργανον για υπερβολικήν ταχύτηταν, θα του πω ότι αντέγραφα τα παραδείγματα του προεδρικού τζιαι των υπουργικών αυτοκινήτων! Σσιχτίρ, δηλαδή!
Πάντως το πιο ωραίον έγινε στο ανηφορούιν πριν το ζυγιστικό σταθμό. Στην δεξιάν λωρίδαν επήαιννεν έναν πουτζείνα τα αυτοκίνητα που κουβαλούν τα φωτιζόμενα τοξούθκια για τες εργασίες μες το δρόμο τζιαι που σου δείχνουν ότι μια συγκεκριμένη λωρίδα εν κομμένη τζιαι πρέπει να αλλάξεις λωρίδα. Το μπουρδέλλον ήταν νάκκον πιο μπροστά που μένα τζιαι το τοξούιν ήταν στην κορυφή του ανηφορκού. Άφταιννεν τζιαι έσβηννεν κανονικά τζιαι που την οπτική μας γωνιά, εφαίνετουν σάννα τζιαι ήταν σταματημένο τζειπάνω. Το μπουρδέλλον εκόντεφκεν του ανηφορκού τζιαι τα αυτοκίνητα που το αποτελούσαν, νομιζόμενα ότι ήταν κομμένος ο δρόμος, εκόφκαν απότομα ταχύτηταν, εμπαίναν στα όρια των κοινών θνητών τζιαι επροσπαθούσαν να αλλάξουν λωρίδα τζιαι να έρτουν αριστερά. Πολλοί εν τους αφήκαν να μπουν μπροστά τους τζιαι εσκέφτουμουν να κάμω το ίδιο, όμως ένας μερικά αυτοκίνητα πιο μπροστά μου, ελάττωσεν τζιαι άφηκεν τους να ρέξουν. Ήμασταν ούλλοι στην αριστερή λωρίδα, ανεβαίναμεν το ανηφορούιν, αλλά το τοξούιν χασιμιό! Όταν ίσιωσεν ο δρόμος τζιαι εκαταλάβαμεν ότι το τοξούιν απλά επήαιννεν στον τόπον του για να τοποθετηθεί, αναπτύξαμεν ταχύτηταν για να το προσπεράσουμεν που αριστερά. Τζιαι τότε είδα το. Το τοξούιν άφταιννεν τζιαι έσβηννεν, δείχνοντας προς τα αριστερά κάτω.
Την ώρα που το μπουρδέλλον έρεσσεν που δίπλα του, το τοξούιν έδειχνεν τους ολοκάθαρα. Είδα τα σύννεφα να ενώνονται τζιαι να σχηματίζουν τες λέξεις “I’M WITH STUPID!” πάνω δεξιά που το τοξούιν, ακριβώς όπως το γνωστόν σήμαν πάνω σε φανελλούες.
Εγέλασα κάμποσον. Τζιαι, όπως είναι φυσικόν, μετά το γέλιον ήρτεν η όρεξη για κατάρες.
Το μπουρδέλλον εξομάκρυνεν τζιαι εγώ, απόλυτα ήρεμος τζιαι με απαλή φωνή, εμίλουν τους. Τζιαι τζείνα που τους ελάλουν εν είχαν να κάμουν με τες πρόσφατες γελοιότητες, αλλά με τη διαχρονική αναξιότητα που χαρακτηρίζει ούλλους τους πολιτικούς που είδεν τούτος ο τόπος, τα τεράστα ψέματα, τες υποσχέσεις του ενός μηνός, τα όφκερα λόγια, τα ψεύτικα χαμόγελα, τες κρύες ττόκκες, τα ανύπαρκτα-κι-όμως-πανταχού-παρόντα ρουσφέθκια, τα κουμπαριλλίκκια, τα αμπελοπούλια, τες ζιβάνες τζιαι τους τζοίλιους.
Ελάλουν τους “α, που να ποτζοιμηθούν οι οδηγοί σας τζιαι να σας εύρουμεν ούλλους πίτταν πά’ σε κανέναν τοίχον, να σας αφήκουμεν να σας φαν οι κατσικόρονοι τζιαι ούτε τζιαι τζείνοι να καταδέχουνται να φαν έτσι λεshιασμένα πλάσματα“..
7 responses to “Μπουρδέλλον Τροχήλατον”
Η πλάση συνωμοτεί !
Ο τίτλος εν όλα τα λεφτά! χαχαχα
Εμείς είμαστε άλλης κατηγορίας πολίτες τζαι οι νόμοι που μας επηρεάζουν εν φτάνουν ως τα ψηλά στρώματα.
μπορώ να υποθέσω ότι είδες τον Μπεγλίτη αν ήταν χτες απόγευμα, να φευγει για το αεροδρομιο. Ελλαδίτης. Άρα ίσως να είναι άκυρο το ποστ σου. Τέσπα είναι η σκέψη που μετρά.
ΧΑΧΑΧΑ
ΑΣΤ μεν θίγεσαι :]
AST, αρχικά καλωσόρισες. Το post μου δεν είναι άκυρο, διότι, όπως εκατάλαβες, επήρα τη συγκκριμένη περίπτωσ για να πω μερικές σκέψεις. Πάντως αν εν όπως τα λαλείς τα πράματα, ο καλαμαράς μάλλον θα είσιεν αρκήσει πολλά τζιαι θα εκινδύνευκεν να χάσει το αεροπλάνον!
εκανα λαθος, δεν εφευγε ο Μπεγλιτης εκεινη την μερα. αλλα και παλι δεν ειμαι σιγουρος οτι εβλεπες τον προεδρο εκεινη τη στιγμη. ευχαριστω για το καλοσωρισμα. το πιο σημαντικό ότι "the bird is the word".
Sike προσπαθω…