Γαμώτο!
Όταν το είδα, ήταν, πλέον, πολύ αργά. Δεν υπήρχε περίπτωση να προλάβω να ελαττώσω ταχύτητα. Την έκατσα.
Γαμώτο.
Εκείνο το πρωινό ήταν σαν τα τελευταία τρία ή τέσσερα προηγούμενα· ηλιόλουστο και δροσερό, με απαλά σύννεφα να κρύβουν περιοδικά τον ήλιο, και αεράκι ήπιο και ευχάριστο. Συνηθισμένο πρωινό αρχών Οκτωβρίου στην Κύπρο. Ο αυτοκινητόδρομος, σχετικά αραιοκατοικημένος γι’ αυτή την ώρα, προσφερόταν για το είδος της βόλτας που μου άρεσε μέχρι τον προορισμό μου. Μουσική στο τέρμα, το μικρού κυβισμού αυτοκίνητό μου στο τέρμα των ορίων του κι όλες οι υπόλοιπες κακές συνήθειες παρούσες!
Στην κορυφή του δρόμου, εκεί που ξεκινούσε να κατηφορίζει, πρόσεξα στο βάθος το σταθμευμένο περιπολικό. Έβρισα φωναχτά, κεραυνοβόλησα το δεξί πόδι στο φρένο και γύρισα αυτομάτως το βλέμμα μου στον χιλιομετρητή. Είχα ήδη πατήσει το φρένο και τη στιγμή που τον κοίταξα, περνούσε από το 150, πέφτοντας με φόρα. Το όριο στον αυτοκινητόδρομο είναι τα εκατό χιλιόμετρα ανά ώρα, ενώ η αστυνομία τη χαρίζει στους οδηγούς που κινούνται με μέχρι και εκατόν είκοσι. Στα δευτερόλεπτα που θα χρειαζόταν το αυτοκίνητό μου να πέσει κάτω από τα εκατόν είκοσι, ήταν πολύ πιθανό να είχαμε ήδη βρεθεί στο ραντάρ των αστυνομικών πιο κάτω. Η μόνη περίπτωση να την είχα γλιτώσει, θα ήταν αν οι αστυνομικοί με το ραντάρ ήταν απασχολημένοι με κάτι άλλο, ή αν στόχευαν άλλα οχήματα μέχρι να φτάσουν πάνω μου. Με τόσο αραιή κίνηση, απέκλεισα την πιθανότητα να τους είχα διαφύγει και είχα ήδη πάρει την απόφαση για αντίδραση, όταν ταυτόχρονα, και για του λόγου το αληθές, με το που πλησίασα λίγο ακόμα, είδα τον ένα εκ των δύο αστυνομικών να μπαίνει με γοργά βήματα στη λωρίδα που βρισκόμουν και να μου κάνει νόημα να σταματήσω στην άκρη του δρόμου. Και το ένστικτό μου με τράβηξε απότομα στην εφαρμογή της αντίδρασης.
Εκεί που πατούσα ακόμα το φρένο και η ταχύτητά μου είχε φτάσει επιτέλους την όαση των εκατόν είκοσι χιλιομέτρων ανά ώρα, με το που είδα τον αστυνομικό, αστραπιαία τράβηξα το δεξί πόδι και το έφερα με όλο μου το βάρος πάνω στο γκάζι. Το μικρό μου αυτοκινητάκι μούγκρισε προσπαθώντας να αναδιοργανώσει τις σκέψεις του και να συμμορφωθεί με τον νέο ρυθμό που θέλησα να του επιβάλω. Το ότι ο δρόμος μπροστά μου ήταν κατηφορικός βοήθησε αρκετά και, μερικά μόνο δευτερόλεπτα μετά, περνούσα με ταχύτητα εκατόν σαράντα πέντε χιλιομέτρων ανά ώρα δίπλα από ένα σταθμευμένο περιπολικό και δύο αστυνομικούς που με έβλεπαν με ένα μείγμα άκρατου θυμού και απρόσμενης έκπληξης στο βλέμμα τους. Την αμέσως επόμενη στιγμή, τους είδα από το καθρεφτάκι να πετάγονται μέσα στο περιπολικό, κι αυτό να ξεκινά δαιμονισμένο, πριν προλάβουν καλά-καλά να κλείσουν και οι δύο του πόρτες. Οδηγούσα με εκατόν πενήντα πέντε χιλιόμετρα ανά ώρα και με κυνηγούσε ένα περιπολικό με δύο έξω φρενών αστυνομικούς.
Πλησίαζαν φανάρια. Ένα μικρό και ταπεινό Τογιοτάκι, πόσο να αντέξει και για πόσο να ξεφεύγει από ένα θηρίο περιπολικό της αστυνομίας; Βρίσκονταν πίσω μου ακόμα, μα η απόσταση όλο και μίκραινε.
Πλησιάζοντας στα φανάρια, ελάττωσα λίγο για να μπορέσω να ελέγξω την κίνηση μπροστά μου. Ευτυχώς δεν γινόταν η σύνηθης συμφόρηση και ανέπτυξα πάλι, για να περάσω με μεγάλη ταχύτητα από τα φανάρια μερικά εκατοστά του δευτερολέπτου μετά που άναψε ο κόκκινος σηματοδότης. Ησύχασα λίγο κι ελάττωσα πάλι ταχύτητα, μα ούτε αυτή τη φορά κράτησε πολύ, αφού με τρόμο είδα το περιπολικό, με αναμμένους τους φάρους και τις σειρήνες στη διαπασών, να περνάει κι εκείνο με κόκκινο κι εξωφρενική ταχύτητα και να συνεχίζει την καταδίωξή μου.
Είχαμε μπει πλέον στην πόλη και οι δρόμοι στένεψαν, ενώ τώρα στο πλάι τους υπήρχαν πεζοδρόμια, τα οποία φιλοξενούσαν πεζούς κάθε ηλικίας, αλλά και ζώα. Τρέχαμε με μανία. Προσπαθούσα να τους ξεφύγω, κόβοντας απότομα σε μικρά δρομάκια, στρίβοντας σε μονόδρομους, προσπερνώντας διασχίζοντας συνεχόμενες γραμμές στην άσφαλτο. Μα δεν το έβαζαν κάτω. Είχαν πλησιάσει πάρα πολύ κι έβλεπα στα πρόσωπά τους ζωγραφισμένη την απέραντη οργή που είχαν προς εμένα. Δεν τους αδικούσα. Τους είχα παρασύρει σε πολλές παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και, το σημαντικότερο, έβαλα πολλάκις τις ζωές τους σε μεγάλο κίνδυνο. Όπως έκανα και με τη δική μου, αλλά και του κόσμου που κυκλοφορούσε αμέριμνος στην πόλη εκείνη την ώρα.
Με μια απότομη κίνηση έκανα να μπω σε άλλο ένα στενό, την ώρα που χτύπησε το κινητό μου. Εκείνη τη στιγμή είχα την πρώτη απώλεια. Ο προφυλακτήρας του αυτοκινήτου μου αποφάσισε να παραμείνει πάνω στην άκρη του πεζοδρομίου, στο οποίο κτύπησα κατά την προσπάθεια του απότομου στριψίματος. Άρπαξα το κινητό από τη θήκη του. Ήταν ο αδερφός μου. Χαμήλωσα την ένταση της μουσικής και το απάντησα, ενώ συνέχιζα να μανουβράρω μέσα στα επόμενα στενά δρομάκια.
-Έλα, ρε.
-Πού είσαι, ρε μαλάκα; Ένα τέταρτο σε περιμένω!
-Έτρεχα στον αυτοκινητόδρομο και με κυνηγά ένα περιπολικό με δύο αστυνομικούς. Είμαστε μέσα στην πόλη και προσπαθώ να τους ξεφύγω, αλλά δεν ξεκολλούν. Μόλις τα καταφέρω, θα έρθω εκεί που είπαμε.
-Μην αργήσεις. Τουλάχιστον έχεις μαζί σου το πράμα;
-Έχω και τα δύο πράματα. Από το ένα πράμα κάπνισα λίγο για να τονωθώ τώρα στο κυνηγητό, διότι ένιωθα να χάνω δυνάμεις.
-Ντάξει, δεν πειράζει. Το άλλο πράμα πώς είναι;
-Ψόφιο!
-Χαχα, ωραίος! Άντε, σε περιμένω. Κάνε γρήγορα.
-Οκέι.
Έκλεισα το τηλέφωνο, το έριξα στη θέση των ποδιών του συνοδηγού και ξανάβαλα τη μουσική στο τέρμα. Κοίταξα το καθρεφτάκι μου και αντιλήφθηκα πως η όρασή μου είχε αρχίσει να θολώνει. Ξεχώρισα τους αστυνομικούς πίσω μου να χειρονομούν έντονα μέσα στο περιπολικό, ενώ, αν είχα δει σωστά, ένα δεύτερο περιπολικό ακολουθούσε εκείνους. Λίγο αργότερα ο δείκτης της θερμοκρασίας της μηχανής χτύπησε κόκκινο και κατάλαβα ότι οι αραιοί καπνοί που έβλεπα δεξιά κι αριστερά από το καπό του αυτοκινήτου μου, δεν ήταν από την υπερθέρμανση των ελαστικών. Δε θα την έβγαζα καθαρή. Έπρεπε να τους ξεφύγω άμεσα!
Μόλις έστριψα στο επόμενο στενό, βρέθηκε μπροστά μου ένας μικρός που κρατούσε μια μπάλα και πήγαινε να διασταυρώσει. Με υπερένταση πάτησα ελαφρώς το φρένο, κορνάροντας και βρίζοντάς τον, με αποτέλεσμα να προλάβει στο τσακ να διασταυρώσει τρέχοντας τρομοκρατημένος. Το ελαφρό, έστω, φρενάρισμα μού κόστισε όμως. Μπορούσα πλέον να νιώσω τη ζεστή και ανυπόμονη ανάσα του περιπολικού πίσω μου και πίεζα όλο και περισσότερο το μικρό μου αυτοκίνητο να αντέξει για δεν ξέρω κι εγώ πόσο ακόμα!
Περάσαμε -με κόκκινο, εννοείται- σχεδόν κολλητά ακόμα μια διασταύρωση με φανάρια κι έκανα να στρίψω αριστερά στο πρώτο στενό που βρήκα. Ίσως ελάττωσα λίγο περισσότερο απ’ όσο έπρεπε, ίσως οι αστυνομικοί μπήκαν με περισσότερη ταχύτητα στο στενό, δεν ξέρω, αλλά με το που έστριψα, ένιωσα το μπροστινό μέρος του περιπολικού να χτυπά το Τογιοτάκι μου στο απροστάτευτο, πλέον, πίσω μέρος από το πλάι και να το σπρώχνει εκτός πορείας, για να χτυπήσει πλαγίως και με φόρα στον τοίχο ενός διπλανού σπιτιού.
Το αυτοκίνητό μου κι εγώ ακινητοποιηθήκαμε βίαια πάνω στον τοίχο, ενώ το περιπολικό προχώρησε μπροστά μου και στάθμευσε λίγα μέτρα παρακάτω. Το τράνταγμα από τη σύγκρουση χάρισε στο σβέρκο μου έναν έντονο, διαπεραστικό πόνο που έφτανε ως τον κάθε σπόνδυλο, μέχρι το τέρμα της σπονδυλικής μου στήλης, ενώ ο εγκέφαλός μου ζαλίστηκε τόσο πολύ που, ακόμα και τώρα, δεν είμαι σίγουρος αν ήταν το δεύτερο περιπολικό που σταμάτησε πίσω μου ή εκείνο που έβλεπα ήταν κάποιου είδους αντανάκλαση του πρώτου.
Βλέποντας πως κανένας αστυνομικός δεν έκανε κάποια κίνηση προς το μέρος μου για αρκετά δευτερόλεπτα, έσκυψα, πήρα το τσιγαράκι που κάπνιζα -τρίτη δόση του πράματος του αδερφού- και πάτησα γκάζι για να φύγω. Καμιά αντίδραση από το αυτοκίνητό μου. Προφανώς η μηχανή είχε σβήσει! Γύρισα τη μίζα, μα αυτό είχε μοναδικά αποτελέσματα έναν απογοητευτικό και κουρασμένο θόρυβο από τη μηχανή και μια πυκνή μάζα λευκού καπνού που ξεφύσησε απ’ το καπό.
Εκείνη τη στιγμή φαίνεται πως καταλάβαμε κι εγώ και οι αστυνομικοί ότι η καταδίωξη είχε φτάσει στο τέλος της. Άφησα μια εκπνοή γεμάτη μυρωδάτο καπνό να φύγει από το στόμα μου και περίμενα τη μοίρα μου κλεισμένος στο αυτοκίνητό μου, με τέρμα τη μουσική, τα παράθυρα κλειστά και την ατμόσφαιρα αποπνιχτική.
Από την πλευρά τους, οι αστυνομικοί άργησαν λίγο να αντιδράσουν. Όταν το έκαναν, κατέβηκε μόνο ο ένας από το περιπολικό που ήταν σταματημένο κάποια μέτρα μπροστά μου και πλησίασε με προσεκτικά βήματα και όπλο προτεταμένο προς εμένα. Φώναξε με δύναμη, μα δεν τον άκουσα -μάλλον διάβασα τα χείλη του ή ήμουν προετοιμασμένος από όσα είδα σε ταινίες γεμάτες κλισέ.
-Ψηλά τα χέρια!
Έφερα αργά το δεξί μου χέρι στο στόμα, άφησα εκεί το τσιγαράκι που κρατούσα και μετά ανέβασα και τα δύο χέρια με άδειες τις παλάμες στον αέρα. Όταν ο αστυνομικός έφτασε στα δύο μέτρα μπροστά από το αυτοκίνητό μου, είδα τον απόλυτο τρόμο να σχηματίζεται στο πρόσωπό του και πίσω από τα γυαλιά ηλίου του. Είχε καρφωμένο το βλέμμα δίπλα μου, στη θέση του συνοδηγού. Άφησε το ένα του χέρι από το όπλο και το άπλωσε με τεντωμένο τον δείκτη προς το πράμα που καθόταν δίπλα μου, ασφαλισμένο μια χαρά με τη ζώνη ασφαλείας του. Γαμώτο! Τόσην ώρα κάναμε τέτοιο ανθρωποκυνηγητό κι εγώ είχα ξεχάσει να βάλω τη ζώνη μου! Γάμησέ τα! Η έκφραση στο πρόσωπό του με ρωτούσε ξεκάθαρα:
-Πτώμα είναι εκείνο δίπλα σου, ρε;!
Του απάντησα με αργή, καταφατική κίνηση του κεφαλιού. Ήταν το πτώμα της πρώην φιλενάδας του αδερφού μου, η οποία τον είχε απατήσει πρόσφατα και η οποία δε θα το ξανάκανε ποτέ ξανά, μετά που την τακτοποίησα με μερικές μαχαιριές το προηγούμενο βράδυ. Δε θα πω πως οι χαράδρες που άνοιξα στο πρόσωπό της την έκαναν και λίγο πιο όμορφη, αλλά θα ομολογήσω πως το να βρίσκεται δίπλα σου χωρίς να ακούγεται ο ενοχλητικός ήχος της φωνής της ήταν μια σπάνια ευλογία! Έι, τουλάχιστον της έβαλα τη ζώνη ασφαλείας, ενώ για τον εαυτό μου το είχα ξεχάσει!
Ο αστυνομικός, εντελώς μπερδεμένος, εξουθενωμένος και απηυδισμένος έφερε τον ασύρματό του γρήγορα κοντά στο στόμα του και τέσσερα δευτερόλεπτα μετά είδα τον δεύτερο αστυνομικό να κατεβαίνει, προτάσσοντας κι αυτός το όπλο του, από το περιπολικό. Πίσω μου δεν ήξερα τι γινόταν. Είχαν κατεβεί κι άλλοι από το άλλο περιπολικό; Είχε κατεβεί μόνο ο ένας; Είχαν μείνει μέσα στο περιπολικό; Υπήρχε, τέλος πάντων, και δεύτερο περιπολικό;
Ο πρώτος αστυνομικός είχε έρθει εντελώς δίπλα στο παράθυρό μου, ενώ ο δεύτερος έμενε σε απόσταση ασφαλείας λίγο πίσω του. Κρατώντας το όπλο του και με τα δύο του χέρια, ο πρώτος αστυνομικός χτύπησε απαλά την άκρη της κάννης του πάνω στο παράθυρο της πόρτας μου και κουνώντας το όπλο του προς τα κάτω, μου έδειξε να κατεβάσω το παράθυρο. Εγώ, με μάτια που έτσουζαν, τον κοίταξα μέσα από την καπνόσφαιρα που επικρατούσε στο αυτοκίνητο και απλώς έσκυψα το κεφάλι κουρασμένος και μαστουρωμένος. Έδωσε μια δυνατή κλωτσιά στην πόρτα μου, η οποία με επανέφερε κάπως στο παρόν. Μου έκανε νόημα πάλι να κατεβάσω το παράθυρό μου. Χαμήλωσα λίγο την ένταση της μουσικής και με αργές κινήσεις ξεκίνησα να κατεβάζω το τζάμι. Πέρασαν δυο-τρία δευτερόλεπτα μετά που κατέβηκε εντελώς το γυαλί, μέχρι να βγει όλη η καπνίλα έξω από το αυτοκίνητο και να μπορέσω να δω καθαρά τον αστυνομικό. Πλησίασε κι άλλο και έβαλε το όπλο του μέσα από το ανοιχτό παράθυρο, κατευθείαν στα μούτρα μου. Έσκυψε λίγο κι έβγαλε τα γυαλιά ηλίου του.
Από τα ηχεία ακουγόταν ο Μητροπάνος, ακριβώς εκείνη τη στιγμή να κελαηδά:
“…οιωνοσκόπος με σημάδια φανερά, χάθηκα πάλι μες στο πρόσωπο εκείνης… Στενεύουν τα περάσματα, οι φίλοι μου φαντάσματα…”
Είδα ένα σκίρτημα στα μάτια του. Κράτησε το όπλο του με το αριστερό του χέρι και το κατέβασε έξω από το αυτοκίνητό μου. Είδα τον δεύτερο αστυνομικό να μας κοιτάζει αποσβολωμένος. Ο πρώτος έφερε το δεξί του χέρι, με ανοιχτά, ήρεμα δάχτυλα πάνω στο αριστερό του στήθος κι έσκυψε το κεφάλι. Το θολό, ημιδιαφανές υγρό που κύλησε στο μάγουλό του δεν ήταν ιδρώτας.
-Να πας στο καλό, αδερφέ. Να προσέχεις.
3 responses to “Πρωινό Οκτωβρίου”
Είχα αρκέψει να συμπαθώ τον ήρωαν ως την ώραν που επερίγραψεν το φόνον. Ενοχλεί με πολλά η βία, ειδικά που άντρες εναντίον γυναικών. Εν σεξιστικόν ξέρω το.
Το διάβασα με κομμένη την ανάσα!
Μου έλειψε το γράψιμο σου.
Μέχρι ενός σημείου είχα την εντύπωση ότι έγραφες κάτι που σου συνέβηκε.
Από τη μια μεριά μου άρεσε αλλά συμφωνώ και με τον γουφη