Πέρσι τέτοια μέρα έγραφα πολύ όμορφα πράματα. Φέτος το κλίμα είναι διαφορετικό, οπότε -και ελλείψει κάτι όμορφου να γράψω- αντιγράφω το περσινό που από τη μια μου αρέσει και από την άλλη πολλοί από εσάς δεν έχουν διαβάσει. Όχι πως σας νοιάζει, αλλά για να υπάρχει μια ανάρτηση και για σήμερα..

Τα τζιτζίκια σχόλασαν από ακόμα μια νυχτερινή βάρδια και την ευθύνη της μουσικής υπόκρουσης για το καλωσόρισμα του δεύτερου, εξίσου δροσερού με το πρώτο, ξημερώματος του φθινοπώρου ανέλαβαν οι συνάδελφοι τους που ανήκουν στην οικογένεια των πτηνών. Εικάζω ότι αυτή η βάρδια απασχολεί διάφορα είδη πουλιών, παρόλο που δε θα εκπλαγώ αν κάποιος ειδικός τιτιβισματολόγος δηλώσει ότι η συγκεκριμένη ορχήστρα αποτελείται μόνο από σπουργίτια μουσικούς.
Το βέβαιο είναι ότι οι γείτονες μου θα παραξενεύτηκαν βλέποντας το τριχωτό πλάσμα που κυκλοφορεί συνήθως τα απογεύματα στην αυλή μας ημίγυμνο, να έχει βγει τόσο πρωί στο σεργιάνι.
Δε μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Η δροσούλα της νύχτας και η προαναφερθείσα συνοδευτική μουσική καθιστούσαν τον ύπνο ιεροσυλία. Οι διάφορες σκέψεις που απασχολούν το ανύπαρκτο μυαλό μου τελευταίως, βοήθησαν κι αυτές να μείνω ξύπνιος στο κρεβάτι και να απολαύσω την αναζωογονητική βραδιά.
Οι ώρες πέρασαν γοργά και ο ήλιος ξύπνησε αποφασισμένος να πιάσει δουλειά. Έδωσε για λίγη ώρα στη μικρή γωνία ουρανού που ήταν ορατή από το κρεβάτι μου διάφορα χρώματα, αποχρώσεις αρχικά του μαύρου και μετά του μπλε και στη συνέχεια, αφού ξεπρόβαλε πίσω από τις μακρινές γραμμές του ορίζοντα, έπιασε να παίζει με το φύλλωμα της κιτρομηλιάς έξω από το παράθυρο μου, ρίχνοντας παντός σχήματος, μήκους και πλάτους σκιές παντού. Κάτι τέτοιες σκηνές είναι που με εμπνέουν να κάνω πράγματα που σε μια συνηθισμένη μέρα δε θα έκανα.
Σηκώθηκα λοιπόν, πήρα τα σύνεργα μου, ήτοι το mp3 player (που, τελικά, δε χρησίμευσε), το κινητό τηλέφωνο, νερό και σημειωματάριο με στυλό και προχώρησα προς την κουζίνα όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα για να μην ξυπνήσω τους υπόλοιπους. Έβαλα μερικές φέτες ζυμωμένου ψωμιού να ζεσταθούν στην ψηστιέρα κι έκοψα λίγο από το αγαπημένο μου τυρί. Γέμισα ένα μεγάλο ποτήρι με γάλα και το πήγα έξω μαζί με τα σύνεργα. Τα άφησα στο τραπέζι κάτω από τις δύο μανταρινιές μας κι έκατσα απολαμβάνοντας την αριστουργηματική ησυχία και τη δροσιά του πρωινού, μέχρι να τελειώσει το ψωμί. Το βουτύρωσα και το έφερα έξω μαζί με το τυράκι. Κάπως έτσι φαντάζομαι το ιδανικότερο πρόγευμα του κόσμου.
Με χαρά παρατήρησα ότι ο παππούς μου δεν είχε βγει έξω ακόμα για να ποτίσει τον κήπο του, πράγμα που σήμαινε ότι ουσιαστικά δεν είχε ξυπνήσει. Νιώθοντας περήφανος για το κατόρθωμα να έχω σηκωθεί νωρίτερα από τον παππού (παρόλο που δεν ήταν τέτοιο, αφού δεν είχα κοιμηθεί), ξεκίνησα να τρώω αργά το πρόγευμα μου.
Αυτοκίνητα ξεκινούσαν απρόθυμα για να πάνε τα αφεντικά τους στις δουλειές και μια γειτόνισσα φώναξε στον άντρα της ότι θα έφευγε χωρίς να πάρει μαζί του το σάντουιτς που του είχε ετοιμάσει. Ένα λεωφορείο έβαλε μπρος στην πλατεία του χωριού κι έκανε τη συνηθισμένη διαδρομή, περνώντας από το δρόμο απέναντι μου, για την πόλη. Ένας από τους γνωστούς μαλάκες πέρασε με τη μοτοσικλέτα του, γνωστοποιώντας στο χωριό ότι η εξάτμιση της είναι πειραγμένη ώστε να βγάζει όσο πιο ενοχλητικό ήχο μπορεί και βάζοντας το όνομα του (αν δεν ήταν ήδη) στη λίστα αυτών που βρίζει ο παππούς κάθε νύχτα που δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί. Από τον πίσω δρόμο πέρασε μια κυρία καθ’οδόν για το κοιμητήριο, όπου πάει κάθε πρωί για να καλημερίσει τον άντρα της και λίγο αργότερα, προς την αντίθετη κατεύθυνση, πηγαίνοντας στον καφενέ, ο κύριος που όταν ήμασταν μικροί είχε το μπακάλικο της γειτονιάς και ζητούσε μέχρι και το τελευταίο σελίνι από εμάς.
Βέβαια εμείς ήμασταν από τότε φτωχοί, γι’αυτό δε μας ένοιαζαν ποτέ τα χρήματα. Μεγαλώνοντας όμως, καταλαβαίνεις πως θα μπορούσε, έστω μια φορά, να σε κεράσει μια από κείνες τις σοκολατίτσες που αγόραζες συχνά και είχαν το σχήμα χρυσής αγγλικής λίρας και κόστιζαν ένα μόνο σελίνι. Δεν είναι τυχαίο, μάλλον, που τώρα, γέρος πια, είναι μέλος της εκκλησιαστικής επιτροπής του χωριού και, συγκεκριμένα, είναι αυτόν που, όταν πας την Κυριακή στο ναό, ακούς να μετράει όλη την ώρα τα κέρματα στο δίσκο.
Επ! Είπαμε να απολαύσουμε το πρωινό. Μην παρεκτρέπεσαι.
Ο ήλιος ξεπρόβαλε πίσω από τη γερασμένη και άφυλλη καρυδιά της γιαγιάς και λίγο πάνω από την παλιά παράγκα της, αλλά δε μπορούσε να με ενοχλήσει, καθώς οι μανταρινιές μάς χαρίζουν αρκετά συμπαγή σκιά στο μικρό χώρο που καλύπτουν. Ήπια την τελευταία γουλιά από το γάλα μου χωρίς να ανησυχώ για τη μέλισσα που γυρνούσε από πάνω μου, αφού θα έπρεπε να καταβάλει τεράστια προσπάθεια για να καταφέρει να διαπεράσει το τρίχωμα και να με πυροβολήσει εξ επαφής. Στο κάτω κάτω, πιστεύω ειλικρινά ότι τα περισσότερα ζώα δε σε ενοχλούν, αν δεν τα ενοχλήσεις εσύ πρώτος. Φάνηκε τελικά ότι προτιμούσε τους λίγους ανθούς της μανταρινιάς που δεν είχαν μεταμορφωθεί ακόμα σε μικρά άγουρα μανταρίνια, αυτά που η θεία μου λατρεύει να τρώει κι εγώ να ξύνω λίγο για να μυρίσω το υπέροχο άρωμα τους.
Ο παππούς ξύπνησε, όχι για να ποτίσει, αλλά για να πάει να πάρει τα φάρμακα του. Προθυμοποιήθηκα να τον πάω με το αυτοκίνητο, αφού το ξημέρωμα είχε κι επίσημα τελειώσει με την έλευση του. Από μικρός είχα την αντίληψη ότι η μέρα ξεκινούσε την ώρα που ξυπνούσαν ο παππούς και η γιαγιά. Όταν κάποιος άνθρωπος είναι σημαντικός για σένα, σηματοδοτείς και τα πιο μικρά κι απλά πράματα στη ζωή, συσχετίζοντας τα μαζί του.
Γνήσια έμπνευση. Αυτό μου χάρισε το σημερινό ξημέρωμα. Καθαρισμό του νου, έστω και προσωρινώς, θετική σκέψη, ανάπαυση του πνεύματος και όρεξη για κινητοποίηση, ότι κι αν σημαίνει αυτό το τελευταίο. Και μια βόλτα με τον παππού μου.
Για δοκίμασε να πετύχεις οτιδήποτε από τα παραπάνω ένα πρωινό του καλοκαιριού!
6 responses to “2 Σεπτεμβρίου πέρσι”
θυμούμαι που το διάβασα. πολύ καλό κείμενο.
Τζαι εγώ είχα το θκιεβάσει τυχαία ρε πρίν να μου το συναφέρεις. Οι μέλισσες ειδικά που το πρώτο τους κέντρισμα εν τζαι το τελευταίο. Έτσι ένι ο χρόνος σου μετρά με τους ανθρώπους σου, χωρίς ρολόγια. Για αυτό τζαι άμαν φύουν με όποιοδήποτε μέσο για κάπου αλλού, νιώθεις πως ούλλα ελέιψασιν. Γεμώνουν οι μέρες σου ενθύμια.
Εν καλά να καθαρίζει ο νούς σου..έστω και προσωρινά..
Πολλά ωραίο το κείμενο..
Γράφεις πολύ καλλιτεχνικά σχεδον λογοτεχνικα!
Μου αρεσε πολυ η περιγραφη του πρωινου σου!
Έχω μια εντυπωση πως το εχω ξαναδιαβασει! Αν οχι, τότε εχεις γράψει αρκετά σε παρόμοιο στυλ
φιλια πολλά αγαπουλα μου!!!!!
φιλια και στο παππου και τη γιαγια, σα να τους αγαπησα ξαφνικα!!
Ωραίο το γραπτό σου!!λες να αρχίσω να βάζω τα περσινά και εγώ, αφού η έμπνευση έχει πάει διακοπές…
Καλά τώρα, είπαμε,κάτι σαχλαμάρες γράφω μην φανταστείς λογοτεχνήματα…
φιλιά αγορίνα
Σας ευχαριστώ..