A Sunday


Κυριακή, 3 Απριλίου, 20.00. Επέστρεψα σπίτι, εντεκάμιση ώρες μετά που έφυγα την τελευταία φορά. Πού σκατά ήμουν και τι σκατά έκανα τόσες ώρες μακριά από το σπίτι μου, Κυριακή ημέρα; Και, κυρίως, γιατί γύρισα εντελώς κουρασμένος, θυμωμένος και αγανακτισμένος;

Ξύπνησα το πρωί υπό τους ήχους δυνατών βροχών και τρελού ανέμου. Χάρηκα. Να μια όμορφη μέρα, σκέφτηκα. Δεν το εννοούσα, βέβαια, διότι ήξερα πολύ καλά ότι θα επρόκειτο για την πρώτη εργάσιμη Κυριακή στη ζωή μου και κάτι τέτοιο αποκλείεται να συνεπάγεται όμορφη μέρα, για μένα προσωπικά εννοώ. Ο υπόλοιπος κόσμος θα μπορούσε να χαρεί τη μουντή, ανεμοδαρμένη Κυριακή του.

Πήγα στη δουλειά. Ο συνάδελφος που θα με βοηθούσε μέχρι το μεσημέρι, με περίμενε. Ανοίξαμε και δύο λεπτά αργότερα ξεκίνησε το μαρτύριο.

Το μαγαζί στο οποίο βρίσκομαι τώρα είναι στην “τουριστική” περιοχή της Λευκωσίας, κοντά στην Πλατεία Ελευθερίας, για τους γνωρίζοντες. Γενικά η περιοχή εκεί σφύζει πάντα από ζωή, εισαγόμενη ζωή. Φιλιππινέζες, Κινέζες, Σρι-Λανκέζες, Ρουμάνες, Τουρκάλες και τα αντίστοιχα αρσενικά τους αποτελούν την πλειοψηφία, αν όχι το σύνολο, των ανθρώπων που συναντάς εκεί, άρα και των πελατών μας.

Η Κυριακή, όμως, είναι ιδιαίτερη μέρα. Είναι η μέρα που οι αφέντες δίνουν στους δούλους για να ξεκουραστούν, να βάλουν ρούχα που δεν είναι τρυπημένα, να βάλουν δικό τους άρωμα και να κυκλοφορήσουν σαν άνθρωποι, σχεδόν ελεύθεροι. Σχεδόν ελεύθεροι, διότι τα αρπακτικά γνωρίζουν αυτή τη λεπτομέρεια και φροντίζουν τα καταστήματα τους να είναι ανοικτά, ώστε αυτοί οι ελεύθεροι άνθρωποι να μπουν ελεύθερα μέσα και να ψωνίσουν ελεύθερα.

Μισώ την πολυκοσμία. Από τα προαναφερθέντα, κατέστη φανερό ότι η σημερινή μέρα ήταν η έννοια της πολυκοσμίας. Εξ ου και η λέξη που χρησιμοποίησα πριν: μαρτύριο. Δε με νοιάζει που είναι μαύροι ή Τούρκοι ή σχιστομάτηδες ή Πάκηδες. Με νοιάζει που είναι άνθρωποι και είναι πολλοί!

Ο καθένας με τις ιδιοτροπίες του και με τον ξεχωριστό τρόπο που μιλά -αν είμαι τυχερός- τα αγγλικά. Αν δεν είμαι και πολύ τυχερός, θα πρέπει να αποκρυπτογραφήσω μια γλώσσα που εμπεριέχει στοιχεία της αγγλικής, κυπριακής και της εκάστοτε “μητέρας” γλώσσας. Και είναι δύσκολο.

Το πρωί μια Κινεζούλα με άσπρο παντελόνι, το οποίο τόνιζε την απουσία κώλου πάνω της, αλλά με καλούτσικη φατσούλα, χάζευε τα laptops. Πήγα να τη ρωτήσω αν θέλει βοήθεια. Μου απάντησε με χαμόγελο και φυσικότητα “ιιάααα εέεεεχ”, κουνώντας ταυτόχρονα το κεφάλι της σα να εννοούσε “δε βαριέσαι”. Της έχωσα μια μπουνιά στη φαντασία μου. Προσπάθησα να χαμογελάσω και επέστρεψα στην καρέκλα μου. Μετά από δέκα λεπτά κι αφού συνέχιζε να χαζεύει τα laptops, την πλησίασε ο συνάδελφος. Την είδα να βγάζει το κινητό της, να πληκτρολογεί και να του το δίνει. Μετά από λίγο, ο συνάδελφος έκλεισε το τηλέφωνο, της το έδωσε και ήρθε κοντά μου. “Επειδή δε μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί μας η ίδια, τηλεφώνησε σε μια φίλη της που ξέρει ελληνικά και μου την έδωσε να μιλήσουμε. Ιδέα δεν έχω τι μου έλεγε”.

Λίγο αργότερα μπήκε ένας Ρουμάνος. Μόλις πέρασε από δίπλα μου, του έχωσα μια μπουνιά στη φαντασία μου. Πώς σκατά καταφέρνεις να βρωμάς μπύρες και τσιγάρα στις δέκα το πρωί, ρε φίλε; Δεν απάντησε, διότι το είπα από μέσα μου. Πήγε στο συνάδελφο. Δεν πήρε το κινητό που του άρεσε, διότι ήταν made in China.

Πήγα να προτείνω βοήθεια σε μια κυρία που έβλεπε επίμονα ένα κινητό. “Can I help you?” είπα ενώ ήμουν σε απόσταση μικρότερη του μισού μέτρου. Τίποτε. Της έχωσα μια μπουνιά στη φαντασία μου. Με βλέμμα ιερής Ινδής αγελάδας συνέχισε να βλέπει το κινητό εκείνο. “Χμμ;;” έκανα διακριτικά. Αν σου έδωσε σημασία, μου έδωσε κι εμένα. Της έχωσα κι άλλη μπουνιά στη φαντασία μου. “Χαλόου!” της κάνω, πετάγοντας τη φάτσα μου ανάμεσα στη δική της και το κινητό. “Α, γιες” λέει. Την ξαναρώτησα αν θέλει βοήθεια και είπε ότι απλά έβλεπε. Ελπίζω αυτό που έβλεπε να άξιζε τις δύο μπουνιές!

Ήμουν ήδη αρκετά νευριασμένος, όταν μπήκε μια παρέα τριών Σρι-Λανκέζων, αν κατάλαβα καλά. Τις εξυπηρέτησα και όταν ήρθαν να πληρώσουν, η μια έκανε μια μικροβλακεία. Την πείραξα και γελάσαμε όλοι μαζί. “At least that made you smile” μου έριξε η μια φεύγοντας. Ώπα ρε, τσίμπησες και κομπλιμέντο εκεί που δεν το περίμενες. Μου έχωσα μια μπουνιά στη φαντασία μου.

Η επόμενη που πήγα να βοηθήσω, έφαγε κι αυτή μπουνιά στη φαντασία μου. Ρωτώ αν θέλει βοήθεια, χαμογελάει και κουνάει καταφατικά την κεφάλα της κι εγώ περιμένω σαν τοτέμ του Ηλίθιου Αρκούδου να μου πει τι ακριβώς ήθελε. Κι όταν την υπενθυμίζω ότι είπε πως ήθελε βοήθεια, λέει “No, no, I just see”.

Μετά έπιασε δυνατή βροχή για λίγη ώρα κι έτσι ησύχασα λίγο. Λίγο είπα.

Μπήκαν κάμποσοι στο μαγαζί, αλλά ευτυχώς χτύπησε το τηλέφωνο και το προτίμησα. Ήταν το αφεντικό.

-Τι γίνεται, πώς πάνε οι πωλήσεις;
-Μέτρια πάμε νομίζω. Ο κόσμος μπαίνει στο μαγαζί, αλλά δεν ψωνίζει.
-Γιατί; Δεν κρατάνε λεφτά;
-Δεν ξέρω, δε μπήκα στις τσέπες τους! είπα ειρωνικά, ενώ του έχωνα μια ντουζίνα μπουνιές στη φαντασία μου. Κι ο συνάδελφος από δίπλα να χαχανίζει.

Στις δύο, ο συνάδελφος αποδεσμεύτηκε. Πήγε στο σπίτι του, στη γυναικούλα του και την αγορίνα των έντεκα μηνών του. Ευτυχώς από την ώρα που έφυγε, η κίνηση μειώθηκε κάπως. Έπαιξαν το ρόλο τους και οι βροχούλες, God bless!

Η επόμενη αξιόλογη περίπτωση, η οποία μάλιστα ήταν η μόνη που δεν είχε πέσει μπουνίδι στη φαντασία μου, ήταν αυτή τριών Σρι-Λανκέζων. Γελούσαν ήδη πριν μπουν στο κατάστημα. Μπήκαν και κατευθύνθηκαν προς τις φωτογραφικές μηχανές. Γελούσαν δυνατά και φαινόταν ότι οι δύο πείραζαν την τρίτη. Πρότεινα βοήθεια, αλλά είπαν ότι θα με φώναζαν όταν ήταν έτοιμες. Fair enough, χώθηκα στην καρέκλα μου. Όταν με φώναξαν, έκαναν προσπάθειες να συγκρατήσουν τα γέλια τους για να συνεννοηθούμε. Με ρώτησαν για μια συγκεκριμένη μηχανή αν ήταν καλή, λες και υπήρχε περίπτωση να πω κάτι αρνητικό. Τους επιβεβαίωσα την αναγραφόμενη τιμή και η κοπέλα που δεχόταν το πείραγμα νωρίτερα, έριξε τη βόμβα: “I will pay coins two euro, ok?”, είπε σε άπταιστα αγγλικά. Εκατόν πενήντα δύο ευρά σε κέρματα των δύο ευρών. What the hell, είπα, πάλι λεφτά είναι. Και δέχτηκα. Οκτώ λεπτά αργότερα είχαν μετρήσει τα χρήματα και ήρθαν στο ταμείο με μικρές στοίβες κερμάτων. Μου έδιναν μια μια στοίβα και σημείωνα τα σύνολα. Όταν φτάσαμε στο επιθυμητό ποσό, πέταξα το χαρτί με τη σημείωση. Τιμολόγησα τη μηχανή και τους είπα σοβαρά: “One hundred fifty two euros, please”. Αποσβολωμένες αλληλοκοιτάχτηκαν για μερικά δευτερόλεπτα, είπαν κάτι στα σουαχίλι και ξέσπασαν σε γέλια, ενώ η κερματοφόρος κυρία με χτύπησε στο χέρι γελώντας “Hahaaa, you funny aah?!” Γέλασα κι εγώ, τους έδωσα απόδειξη κι έφυγαν.

Ένας Ρουμάνος που μπήκε, δε γλίτωσε τις μπουνιές στη φαντασία μου. Μου ζήτησε ένα κινητό τηλέφωνο, γνωρίζοντας την τιμή. Του το φέρνω, του το δείχνω, του το ετοιμάζω, το τιμολογώ. Όμως λογάριαζα λάθος. Ο τύπος ήθελε έκπτωση. Του θύμισα ότι είδε την τιμή και επέλεξε το τηλέφωνο. Με ρώτησε γιατί δεν κάναμε κάποια έκπτωση. Του εξήγησα ότι οι τιμές είναι τελικές. Επέμενε ότι ήθελε έκπτωση. Του είπα ότι δε μπορώ να του κάνω, διότι όσα θα του χάριζα, θα έπρεπε να τα πληρώσω εγώ μετά. Συνέχισε να θέλει έκπτωση. Εννοείται ότι όλη αυτή την ώρα, του έχωνα μπουνιές στη φαντασία μου. Μέχρι που ύψωσα λίγο τον τόνο της φωνής μου και του είπα ότι εγώ αγόρασα πέντε τηλέφωνα για την οικογένεια μου και δε μου έγινε ούτε ένα ευρό έκπτωση. Έσκασε, πλήρωσε, είπε “ευχαριστώ” κι έφυγε.

Ο επόμενος ήρθε ταυτόχρονα με μια κυρία. Η κυρία κατευθύνθηκε προς τα κινητά και τα χάζευε. Ο τύπος ήρθε προς εμένα, κρατώντας ένα πανάρχαιο κινητό, παρόμοιο με κείνο που κρατούσε ο Εφιάλτης για να ενημερώσει τους Πέρσες για την ακριβή τοποθεσία όπου έχεζε ο Λεωνίδας. Μιλούσε αρκετά καλά τα ελληνικά, όμως ήταν προφανές ότι δεν ήταν η μητρική ούτε πατρική του γλώσσα. Ζήτησε μπαταρία για το παλαιολιθικό του τηλέφωνο. Του είπα ότι μάλλον δε θα είχαμε, διότι ήταν “κάπως παλιό” το συγκεκριμένο μοντέλο. Δε χαροποιήθηκε ιδιαίτερα, το είδα στη φάτσα του, γι’αυτό του έχωσα μια μπουνιά στη φαντασία μου. “Δε χάνουμε τίποτε”, είπα, “ας κοιτάξω στο σύστημα αν υπάρχει καθόλου σε stock στην εταιρεία”. Κοίταξα και ω, του θαύματος! Δεν υπήρχε καθόλου. Του το ανακοίνωσα. Γέλασε ειρωνικά και είπε κάτι σαν “βαριέσαι να ψάξεις, ε;”κι έφαγε ακόμα μια μπουνιά στη φαντασία μου. Θύμωσα. Σηκώθηκα από την καρέκλα, τον κοίταξα με ένα ύφος όλο μίσος, ύψωσα το δεξί μου φρύδι, τον έγραψα στα αρχίδια μου και πήγα να εξυπηρετήσω την κυρία που κοίταζε τα κινητά. Ο τύπος έτρεξε πίσω μου. Με παρακάλεσε να ασχοληθώ μαζί του. “Βαριέμαι είπες”, είπα. Ισχυρίστηκε πως έκανε πλάκα. Του εξήγησα ότι είχε δίκιο: βαριόμουν να ασχοληθώ με κάτι που δεν υπήρχε τρόπος να βρω. Ζήτησε συγγνώμη, μάζεψε την κατάμαυρη από τις μπουνιές φάτσα του και ξεκουμπίστηκε.

Στις εφτά θα έκλεινα. Από τις έξι, δεν πάτησε στο κατάστημα ούτε κινεζούλα λαχειοπώλης, η οποία ξέρει μόνο να λέει “Λαχεία;;”. Στις εφτά παρά δύο, όμως; Ε, αλοίμονο! Πετάχτηκαν μέσα δύο ανέμελα και ξένοιαστα παιδάκια, ένας Πακιστανός και μια Βιετναμέζα, θα έλεγα. Σα να μη συνέβαινε τίποτε, κοίταζαν τα κινητά, τις φωτογραφικές, τους φορητούς υπολογιστές.. Ήταν λες και δεν υπήρχε η πινακίδα με τις ώρες λειτουργίας στην πόρτα. Μόλις έκανε δύο κτύπους το μηχάνημα με τις πιστωτικές, πετάχτηκα πάνω και έσβησα τα φώτα. Τα δύο ανέμελα παιδάκια εξαφανίστηκαν με ελαφρά πηδηματάκια.

Έκατσα κρατώντας την κεφάλα μου στα δυο μου χέρια. Όλη η κούραση, η ένταση, ο θυμός της ημέρας και οι υπόλοιπες ασχημες εξελίξεις στη δουλειά ήρθαν σαν ένα τεράστιο κύμα πονοκέφαλου, απειλώντας να στείλουν τον εγκέφαλο μου εκτός κρανίου, λερώνοντας το τοπίο τριγύρω. Ευτυχώς τον συγκράτησα στη θέση του.

Έκρυψα τα λεφτά του ταμείου, έσβησα τα φώτα, έκλεισα τον υπολογιστή, έβαλα τον κωδικό στο συναγερμό, κλείδωσα και βγήκα έξω.

Το μόνο που αποκόμισα από τη μέρα, ήταν ένας πανέμορφος ουρανός, να με περιμένει έξω:

Υ.Γ.: Όποιος κάνει τη σωστή σύνδεση της πρώτης εικόνας (στην αρχή του κειμένου) με το κείμενο, κερδίζει πόντους εκτίμησης μου! Για να σας δω..


13 responses to “A Sunday”

  1. το άλογο που φλέγεται ξέρω ότι συμβολίζει στην αποκάλυψη, τη δευτέρα παρουσία. τα βάσανά σου εν πίσω ακόμα, φίλε μου. υπομονή…
    το διάβασα μονορούφι. την επόμενη φορά που θα κατεβώ κέντρο θα σε ψάξω.

  2. Σαν το άλογο που φλέγεται ήσουν…λίγο πριν δεις τον ουρανο!

    Δεν ξρω την συνδεση, αλλά ξερω πως στη φαντασια σου πεφτει πολυ ξυλο!!!!

  3. Φλεγόμενος γάιδαρος μου φέρνει ,τώρα σε ποιον απευθύνετε θα σε γελάσω..
    Εγώ αν ερχόμουν θα έφευγα μπλε μαρέ,Ελληνικά θα σου μιλούσα, αλλά πάλι δεν θα τα καταλάβαινες!!
    Πες στη φαντασία σου να ρίχνει και καμιά κλωτσιά ξέρεις, ανάμεσα στα πόδια,δεν αφήνει και σημάδια, απλά σε διπλώνει..
    Φιλιά πολλά αγορίνα..

  4. @αστροναύτης: Το διάβασες μονορούφι, αλλά εγώ το έγραψα σε δύο δόσεις, λόγω της κούρασης της Κυριακής! Την επόμενη φορά που θα κατέβεις κέντρο, μάλλον δε θα με έβρεις, εκτός και αν κατεβείς αύριο 🙂

    @Coula: Χαχα! Όντως, η φαντασία μου είναι αφιλόξενος τόπος!

    @ΦΟΥΛΗ: Θα καταλάβαινα τα ελληνικά βρε! Κτυπήματα κάτω από τη μέση δε μου αρέσουν, όμως!

    @Statler ή Waldorf: Διασκεδάζω.. τον πόνο μου!

    @Invictus: Αλλάσσουμεν δουλειές; Αφού σου αρέσκει το action της δουλειάς μου, δέχτου! 🙂

    Όπως καταλάβατε, κανένας δεν έπεσε κοντά στη σύνδεση εικόνας-κειμένου. Θα σας δώσω όλους από μια ευκαιρία ακόμα και θα περιμένω το Μαράκι να απαντήσει, που υποτίθεται με ξέρει κάπως καλύτερα από τους υπόλοιπους. Ίσως βρει την απάντηση!

    Να'στε καλά!

  5. Υποθέτω ότι αφού με ρίχνεις το μπαλάκι πρέπει να απαντήσω.
    Η αλήθεια είναι ότι με προβλημάτισε η σύνδεση της εικόνας με το κείμενο, ωστόσο κάποιες ιδέες έχω (αν και καμμία δεν θα είναι σωστή).
    Αρχικά το συνδύασα με μια κραυγή, έπειτα με έκρηξη (του εγκεφάλου or somthing like that), μετά με αυτό: http://2.bp.blogspot.com/-T4TLKSY6JLE/TZW9NNR3AMI/AAAAAAAAFBw/Azd16V2-FYA/s640/fuuuuu.png .
    Πάντως κάτι σε ξέσπασμα μου κάνει.

    Πανέμορφη η φωτογραφία 🙂 Βρεγμένος δρόμος και ηλιοβασίλεμα. Τί καλύτερο !!!
    (Η ταμπέλα δεξιά είναι του μαγαζιού ?)

    Και κάτι τελευταίο. Υπομονή χρειάζεται. 🙂

  6. Ο καθένας στις εικόνες του "βλέπει" διαφορετικά πράγματα… οπότε δεν θα μπω στο μυαλό σου σήμερα. Αυτό που μπορώ να σου πω είναι πως οι φαντασίες μας ταυτίζονται, τουλάχιστον όσο αφορά στις ώρες εργασίας!

  7. @MarMar: Έπεσες κι εσύ έξω! Υπομονή κάνουμε τόσα χρόνια..

    @Smaraocean: Το θέμα είναι ότι η εικόνα είναι κάτι συγκεκριμένο, δεν είναι απλά μια ιδέα. Γι'αυτό ψάχνω την ακριβή σύνδεση με το κείμενο, διότι αλλιώς θα είχαν όλα τα παιδιά δίκαιο σε αυτά που είπαν!

    Ε μα πόσο να αντέξουν και οι φαντασίες; Σε κάποιο σημείο γίνονται βίαιες! 🙂

  8. Δηλαδή αν δε το βρούμε θα χασουμε ποντους εκτιμησης;;;;
    Η συνδεση εικόνας και κειμένου είναι απλή! Το φλεγόμενο άλογο ξέσπασε τα νευρα του έξω του, ενω εσυ μέσα σου ρίχνοντας μπουνιες.

  9. workhorse? 😛

    σε πρόδωσε το άλλο blog σου αγαπητέ αρκούδε!

    υγ. εγώ να δεις τι κόσμο έχω δείρει όλα αυτά τα χρόνια…
    πολύ ξύλο όμως…

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *