Suicidal [2]


Ποτέ δε διάβαζε πολύ για τις εξετάσεις. Ήταν κι αυτό μια διαφορά που είχε με τους υπόλοιπους. Ίσως να αγχωνόταν λίγο τις μέρες πριν την εξέταση, αλλά δεν έμπαινε στον κόπο να διαβάσει, αν δεν έφτανε το τελευταίο εικοσιτετράωρο πριν την κρίσιμη μέρα. Κάτι παρόμοιο είχε κάνει και τώρα, μόνο που ούτε τις τελευταίες στιγμές δεν ασχολήθηκε με διαβάσματα και μελέτες. Άλλωστε ήξερε πόσο λίγο τον ένοιαζε η εξέταση στην ουσία της.

Η εξέταση αφορούσε μόνιμες θέσεις εργασίας σε ήσυχο πόστο του Πανεπιστημίου, κάτι που ταίριαζε με τις επιθυμίες του. Ο ίδιος μόλις που κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα, αφού είχε απλά ένα πτυχίο, όχι όμως σχετικό με το αντικείμενο της θέσης. Όπως ακριβώς και τόσοι άλλοι συνομήλικοι του. Μια από τις λίγες ομοιότητες ανάμεσα σ’αυτόν και σε κείνους.

Μέχρι την τελευταία στιγμή αμφιταλαντευόταν για το αν, τελικά, θα πήγαινε ή όχι στην εξέταση. Δειλός δεν ήταν, αλλά ήξερε πως το ένα από τα δύο μέρη της θα αφορούσε εξ ολοκλήρου τις γνώσεις επί του συγκεκριμένου αντικειμένου· γνώσεις που δε θα μπορούσε να έχει, αφού είχε σπουδάσει κάτι εντελώς διαφορετικό. Από την άλλη, θυμόταν τη συμβουλή που έδινε στους συμφοιτητές φίλους του, όταν εκείνοι αρνιούνταν να παραστούν σε εξετάσεις για τις οποίες δεν είχαν διαβάσει ικανοποιητικά: πήγαινε, τι έχεις να χάσεις;

Πήγε.

Χωρίς σημειώσεις, χωρίς βιβλίο, χωρίς άγχος.

Είδε κάμποσο κόσμο να συρρέει αγχωμένος στο αμφιθέατρο, στο οποίο θα λάμβανε χώρα η εξέταση. Οι περισσότεροι ήταν συνομήλικοι του, κάποιοι φαίνονταν μικρότεροι και άλλοι είχαν σίγουρα κλείσει την τέταρτη δεκαετία της ζωής τους. Και ήταν όλοι αγχωμένοι, σκεφτικοί. Όχι, όμως, αυτός. Ήξερε ότι δεν είχε κάτι να χάσει, οπότε ποιός ο λόγος να αγχώνεται;

Το αμφιθέατρο ήταν τεράστιο, με ωραίο φωτισμό και καλή ηχομόνωση. Η ξύλινη επένδυση στους τοίχους τού έδινε μια όμορφη ζεστασιά, η οποία ερχόταν σε αντίθεση με την ψύχρα που εξέπεμπαν οι άνθρωποι εκείνη την ώρα. Όταν κάποιος είναι κλεισμένος στον εαυτό του, σκεπτόμενος το άγχος του, δεν ανοίγει διόδους επικοινωνίας με τον κόσμο, έτσι δεν υπάρχει καμιά ανταλλαγή ενέργειας από και προς αυτόν· εξ ου και το ψυχρό κλίμα που επικρατούσε στην αίθουσα. Παρά το ζεστό φωτισμό. Παρά τη ζεστασιά της ξύλινης επένδυσης. Παρά τη ζέστη που αναμφισβήτητα κρυβόταν παρέα με το άγχος και την ανησυχία μέσα σε κάθε ένα από τα σώματα που βρίσκονταν εκεί μέσα.

Στην έδρα του αμφιθεάτρου ο υπεύθυνος της εξέτασης. Ένας ασπρομάλλης καθηγητής, με κοιλιά φυσιολογική για την ηλικία του, γυαλιά και καφέ κοστούμι. Τους καλωσόρισε με τη βαθιά φωνή του:

-Καλωσορίσατε. Η εξέταση θα ξεκινήσει σε ένα τέταρτο. Πρέπει να σας πω ότι η φετινή εξέταση είναι η μεγαλύτερη σε αριθμό συμμετεχόντων που έχει γίνει μέχρι σήμερα για τη συγκεκριμένη θέση. Πεντακόσιοι υποψήφιοι διαγωνίζεστε για πέντε μόνιμες θέσεις στο Πανεπιστήμιο. Από εσάς τους πεντακόσιους, οι δεκαπέντε με τη μεγαλύτερη βαθμολογία στη γραπτή εξέταση, θα προχωρήσουν στην προφορική κι από κει θα επιλεγούν από την αρμόδια επιτροπή οι πέντε καταλληλότεροι. Γράψτε τα στοιχεία σας στα φύλλα απαντήσεων και σε λίγο θα σας μοιράσουμε τα γραπτά με τις ερωτήσεις.

Πεντακόσιοι άνθρωποι για πέντε θέσεις. Δεν του φαίνονταν υπερβολικοί οι αριθμοί. Με τα ποσοστά της ανεργίας στα ύψη, μόνο φυσιολογικοί θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Εξάλλου, ο ίδιος είχε λάβει μέρος σε άλλη εξέταση μερικούς μήνες νωρίτερα, πάλι για θέση στο δημόσιο. Τρεις χιλιάδες άνθρωποι για δεκαπέντε θέσεις. Η εικοστή πέμπτη θέση του τον έστειλε στην προφορική εξέταση, στην οποία, όμως, θριάμβευσαν μόνο οι έχοντες τις κατάλληλες γνωριμίες. Μέσα στους πεντακόσιους τώρα, σίγουρα κάποιοι θα είχαν και πάλι τις γνωριμίες τους. Και κάποιοι άλλοι απλά δοκίμαζαν την τύχη τους. Γι’αυτό οι αριθμοί δεν ήταν υπερβολικοί.

Αυτό που του φαινόταν ανεξήγητα περίεργο ήταν η ψύχρα μέσα στο μεγάλο δωμάτιο. Η αιτία ήταν σίγουρα το κλείσιμο του καθενός υποψηφίου στον εαυτό του. Τους έβλεπε και απορούσε. Αναρωτιόταν για το τι θα έκαναν όλοι αυτοί αμέσως μόλις τέλειωνε η εξέταση. Ή, ακόμα σημαντικότερο, τι έκαναν πριν την εξέταση. Δεν είχαν φίλους; Δε διασκέδαζαν; Δε γνώριζαν άλλους ανθρώπους; Δεν έκαναν αστεία; Δεν αγαπούσαν; Μετά την εξέταση δε θα συνέχιζαν να κάνουν όλα αυτά;

Σκέφτηκε ότι όλοι τους ήταν φυσιολογικοί άνθρωποι. Με τις καλές και τις κακές τους στιγμές. Με τα άγχη και τα προβλήματα τους. Με τα αστεία τους. Με τα μίση τους. Με αυτά που τους αρέσουν και αυτά που απεχθάνονται.

Συνειδητοποίησε ότι η ψύχρα που διέκρινε όλους αυτούς τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν κάτι το φυσιολογικό.

Το μόνο που δεν πήγαινε σωστά μέσα σε κείνο το αμφιθέατρο ήταν ο ίδιος.

Χωρίς άγχος, χωρίς αγωνία. Με την ενέργεια του να απλώνει πλοκάμια προς τα έξω σε προσπάθεια σύνδεσης με κάτι αξιόλογο, ένα συναίσθημα, ένα χαμόγελο, ένα βλέμμα, μια λέξη. Με το μυαλό του άδειο από τεχνικούς όρους, γραμματικούς κανόνες, μαθηματικές ακολουθίες και προσωρινές γενικές γνώσεις· όλα συστατικά ενός καλού γραπτού και αρωγοί προς ένα θετικό αποτέλεσμα.

Ένιωσε αταίριαστος. Δεν ήταν άγνωστη αίσθηση για κείνον, όμως η ησυχία και η ψύχρα που επικρατούσαν στην τεράστια αίθουσα έκαναν αυτό το βάρος ασήκωτο. Οι σκέψεις του αντηχούσαν στους τοίχους με την ξύλινη επένδυση. Γιατί να μη μπορούσε να νιώσει κι ο ίδιος ακριβώς όπως ένιωθαν οι υπόλοιποι υποψήφιοι; Κάποτε ήταν περήφανος για τις διαφορές του με τον υπόλοιπο κόσμο. Τώρα όμως; Πόσο καλό ήταν αυτό, τελικά; Αν ήταν κάτι αξιόλογο, δε θα του έμοιαζαν περισσότεροι άνθρωποι;

Η βαθιά φωνή του ασπρομάλλη καθηγητή εισέβαλε στις σκέψεις του:

-Είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε. Αν έχετε κάποια ερώτηση, να την κάνετε τώρα. Είναι η τελευταία σας ευκαιρία πριν την έναρξη της εξέτασης.

Σηκώθηκε όρθιος.

-Μπορώ να ρωτήσω κάτι;
-Παρακαλώ, είπε ο καθηγητής.
-Πόσοι από εδώ μέσα δεν έχουν λογαριασμό στο facebook; Ψηλώστε τα χέρια.

Κανένα χέρι δε σηκώθηκε. Όλοι τον κοίταζαν περίεργα, απορημένοι. Μερικοί χαμογέλασαν, κουνώντας το κεφάλι και ψιθυρίζοντας. Να που έσπασε λίγο η ψύχρα της αίθουσας.

Έβγαλε ένα μικρό μαχαιράκι που είχε μαζί του. Το έφερε στο ύψος του λαιμού του. Συνέχιζε να είναι όρθιος και οι υπόλοιποι συνέχιζαν να τον κοιτάζουν. Αυτός που μίλησε ήταν ο ηλικιωμένος καθηγητής, ο υπεύθυνος της εξέτασης. Η φωνή του ήταν τόσο απαλή και γεμάτη με τη σοφία των χρόνων, που διαπερνούσε κάθε σκέψη, σε κάθε κεφάλι μέσα στο αμφιθέατρο:

-Ξανασκεφτείτε το. Όλοι σας.

Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, τα έδρανα της αίθουσας ήταν καλυμμένα με ξαπλωμένους ανθρώπους, χωρίς παλμό και τα χέρια τους σφιγμένα στο λαιμό τους.

Σηκώθηκε κι έφυγε, περήφανος για τις διαφορές του από τους υπόλοιπους.

Αφιερωμένο στον αστροναύτη
, , , ,

7 responses to “Suicidal [2]”

  1. Ωραία η γραφή σου αλλά στο τέλος δεν είμαι σίγουρος ότι κατάλαβα τι έγινε. Πήγε ο τύπος αδιάβαστος και τους έκανε όλους να αυτοκτονήσουν για να πάρει τη θέση?

  2. φίλε μου! ευχαριστώ για το υπέροχο διήγημά σου. εγώ πάντως, όπως ξέρεις, δυσκολεύομαι να το κλείσω το ρημάδι το facebook 🙁

  3. Θα έπαιρνα τη θέση αν δήλωνα συμμετοχή,αφού δεν εχω facebook? φτου δεν μίλαγες πιο νωρίς!!
    Όμορφο το κείμενό σου φιλαράκι, μπράβο!

  4. Μ' αρέσει πολύ η εικόνα με τα σπίρτα!! Και αντίθετα με τη φωτιά, δεν μ' αρεσουν οι αυτοκτονικές τάσεις, ούτε το τέλος της ιστορίας 😛
    Και η παράγραφος πριν τη βαθειά φωνή του ασπρομάλλη καθηγητή κλπ, στα περισσότερα σημεία της, είναι σαν να βγήκε από τη σκέψη μου. 🙂 Το ίδιο νοιώθω όταν δίνω κάποιο διαγώνισμα, τεστ, εξετάσεις κοκ.
    Και ακόμη ελπίζω να τα καταφέρεις, όσο απίθανο κι αν είναι. 🙂

  5. Ρε συ!

    Είχαι διαβάσει "ποιος έχει φεισμπουκ", παρέλειψα το ΔΕΝ.

    ΧΑ

    Νομίζω κατάλαβα το τέλος και τώρα θα γράψω το εναλλακτικό. Τρέμε κόσμε αχαχαχαχαχαχ

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *