Εχτές, Κυριακή μεσημέρι. Ετρώαμεν οικογενειακώς. Εχτύπησε το τηλέφωνο μου. Ήταν η θεία μου, η αρφή του τζύρη μου, με την οποίαν εν βρεθούμαστεν συχνά, η οποία εν είσιεν τον αριθμό μου τζιαι γι’ αυτόν ετηλεφώνησε μου που το τηλέφωνον του γιου της. Ανησύχησα επειδή τούτη η θεία μου, εδώ τζιαι πάρα πολλά χρόνια, προσέχει τζιαι κάμνει τη νοσοκόμα της γιαγιάς μου, της μάνας της, αφού τα σπίθκια τους εν κολλητά. Δυστυχώς ούτε με τη συγκεκριμένη γιαγιά εβρεθούμασταν συχνά για πολλά χρόνια, αλλά τωρά τελευταίως πάμεν λλίες φορές τον μήνα τζιαι θωρούμεν την. Είμαστεν στο ίδιο χωρκό, αλλά ποττέ εν είχαμε τη σύνδεση ή τη σχέση που έχουμε με τη μάνα της μάνας μας.
Ερώτησα την αν εν καλά η γιαγιά τζιαι εκαθησύχασε με πως ήταν καλά. Όσο καλά εμπορούσε να είναι, σχεδόν ακίνητη, κατάτζοιτη στο κρεβάτι, με πάνες τζιαι καθετήρα τζιαι μηχανή για οξυγόνο. Πριν μερικές εφτομάδες μάλιστα, ειδοποιήσαν μας ότι η γιαγιά είπεν πως πεθανίσκει τζιαι ήθελεν να μας δει πριν πεθάνει τζιαι επήαμεν άρον-άρον. Εξεπέρασεν το, όμως, τζιαι ήταν τζιαι εχτές καλά τζιαι σταθερή. Τζιαι τι ήθελεν η θεία;
Ο γιος της ήταν να γιορτάσει τα γενέθλια των κόρων του στη Λευκωσία τζιαι εχρειάζουνταν κάποιον να μείνει παρέα με τη γιαγιά, για να μπορέσουν να παν στο πάρτι των κορούων. Τζιαι η θεία μου ήταν συνεννοημένη με μια νύφη της για να έρκετουν τζείνη στη γιαγιά, αλλά ακύρωσεν της το τελευταία στιγμή τζιαι εσκέφτηκεν να μου πει εμένα αν δεν είχα κάτι κανονισμένο. Είπα της ότι εν είχα κάτι κανονισμένο τζιαι ότι εμπορούσα να πάω. Εζήτησε μου δέκα φορές συγγνώμη τζιαι επροσπάθησα να την πείσω πως εν είσιεν πρόβλημα. Η αλήθκεια είναι ότι μπορεί όντως να εβαρκούμουν κάπως, αλλά έκαμνα το με την όρεξη μου!
Εδειλίνωσεν τζιαι ήρτεν η ώρα να πάω. Αποφάσισα να μεν πιάσω το αυτοκίνητο τζιαι να πάω περπατητός. Εμυρίστηκα τα αρώματα του χωρκού, είδα τζιαι λλίον κόσμο, ετηλεφώνησα τζιαι του τζύρη μου τζιαι είπα του ότι ήταν να πάω στη μάνα του. Έπεψεν της σιαιρετίσματα.
Όταν έφτασα, εθώρουν στο πρόσωπο της θείας μου τύψεις τζιαι εκατάλαβα ότι ένιωθεν άβολα επειδή εζήτησεν μου να το κάμω τούτο, ενώ γενικότερα εν επικοινωνούμε καθόλου. Εξήγησα της ξανά ότι εν υπήρχε πρόβλημα τζιαι ήμουν ευδιάθετος για να το καταλάβει τζιαι η ίδια, αλλά τζιαι για να μεν αφήκω τη γιαγιά να ξεκινήσει να σκέφτεται τους καμούς τζιαι τες τζιεγκιές της τζιαι να πιάσει τα κλάματα.
Εφύαν με το καλό τζιαι εμείναμε μόνοι μας με τη γιαγιά. Είχα πάρει τζιαι ένα βιβλίο για να της θκιαβάσω κανένα θαύμα που της αρέσκει, αλλά εξεκινήσαμεν τζιαι εκουβεντιάζαμε. Είπα της για κάτι ρεζιλλίκκια που εγινήκαν τούντες μέρες στο χωρκό με τους παπάες μας τζιαι μιαν εκκλησούα, για τα οποία εν είσιεν ιδέα. Είπε μου για τες παραισθήσεις που της εδημιούργησεν ένα νέο φάρμακο που της εδώκαν πρόσφατα: εθώρεν πεθαμένους μες το σπίτι της, πλάσματα ξένα να γεμώννουν την κάμαρη της, εθώρεν ότι ήταν σε κάτι περίεργους τόπους, τζιαι άλλα πολλά. Ερώτησε με πράματα θεολογικά τζιαι εξήγησα της τα. Είπε μου ιστορίες διδακτικές που της ελάλεν η μάνα της. Είπε μου ιστορίες της ζωής της. Εθκιαβάσαμεν τζιαι λλία θαύματα.
Ούτε εκατάλαβα ήνταλως επέρασεν η ώρα. Ήρταν οι θείοι, είπαν μας ότι επεράσαν ωραία τζιαι είσιεν κόσμο τζιαι εχαρήκαν πολλά οι μιτσιές τζιαι αποχαιρετιστήκαμε. Η γιαγιά είπεν ότι της άρεσε τζιαι να πηαίννω πιο συχνά. Επροσπάθησα να μεν της πω ψέματα. Τζιαι έφυα.
Στο δρόμο της επιστροφής, ενώ απολάμβανα την κρυαδούα, την ώρα που επέρασα δίπλα που κάτι καλάθους αχρήστων, άκουσα έναν ήχο γνώριμο.
Ήταν τρεις κάλαθοι δίπλα-δίπλα. Ένας καφέ τζιαι ένας μπλε της ανακύκλωσης, τζιαι ένας πράσινος για τα σκουπίθκια. Που την πλευρά τους ακούετουν ένα επίμονο νιαούρισμα.
Η γειτονιά μας (τζιαι γενικά το χωρκόν) έσιει πάρα πολλούς κάττους, οπότε το ότι ακούουνταν νιαουρίσματα ήταν απόλυτα φυσιολογικό. Το περίεργον ήταν πως το νιαούρισμα το συγκεκριμένο ήταν κλαμένο. Ήταν ένα καττούι που έκλαιεν τζιαι ήταν τζιαι πρηχτούιν. Εκόντεψα στους καλάθους τζιαι είδα πουκάτω για να το δω, να τσιακκάρω αν ήταν φατσιημένο ή αν εχρειάζετουν κάτι. Το κλάμα εσυνέχιζεν, αλλά εν εθώρουν τίποτε. Λλία δευτερόλεπτα μετά, αντιλήφθηκα ότι το κλάμα έρκετουν που μέσα που τον πράσινο κάλαθο. Επήα πάνω που τον κάλαθο -ναι, εβρωμούσεν- τζιαι επροσπάθησα να δω μέσα με τη βοήθεια της λάμπας του δρόμου. Είσιεν κάμποσα σακούλια με σκουπίθκια, μιαν κάσια με σπασμένα γυαλιά τζιαι παλιοπράματα, κάτι σακούλες μεγάλες γεμάτες ξερά χόρτα τζιαι κλαδιά. Κλάμαν το καττούιν! Λαλώ, κάποιος έβαλεν τα σκουπίθκια του μες στον κάλαθο την ώρα που το καττούιν ήταν μέσα τζιαι ετσιλλήθηκεν το καημένο. Το κλάμαν του, πάντως, εν έρκετουν που βαθκιά.
Επετάχτηκα σπίτι τζιαι εφόρησα γάντια τζιαι επήα πίσω. Έφκαλα έξω κάμποσα σακκούλια, την κάσια τζιαι κάτι σκουπίθκια που ήταν ξαπολημένα μες στον κάλαθο. Ξαφνικά το κλάμαν εσταμάτησε. Ετάραξα κάτι, άραγε, τζιαι ετσίλλησα το καττούιν τζιαι εσκότωσα το; Εκρολλοήθηκα ξανά. Τίποτε. Έσουσα τον κάλαθο. Τίποτε. Εφώναξα του όπως πριν. Τίποτε. Απομακρύνθηκα λλίο τζιαι έμεινα ακίνητος. Αν ήταν ζωντανό, θα ενόμιζεν ότι έφυα τζιαι ήταν να κάμει κάποιαν κίνηση.Επεράσαν ένα-θκυο λεπτά τζιαι άκουσα κατσιαρισμόν! Κοντεύκω του καλάθου τζιαι έμεινα παλαβωμένος!
Ο κατσιαρισμός εν έρκετουν που μέσα στον κάλαθο πλέον. Γυρίζω στα σκουπίθκια που έφκαλα προηγουμένως έξω. Τσιακκάρω την κάσια. Τίποτε. Αννοίω ένα σακούλι μεγάλο με ξερά κλαδιά τζιαι χόρτα.. Μέσα σε τούτο το σακούλι, υπήρχε μια τσέντα πλαστική, που τζείνες των ζαχαροπλαστείων με το χοντρό το πλαστικό, η οποία ετάρασσεν! Πιάνω την, φκάλλω την έξω στο φως. Ήταν δεμένη κόμπο. Τζιαι μέσα είσιεν θκυο καττούθκια!! Μονομιάς έβαλα το δάχτυλο μου τζιαι ετρύπησα την. Κρατώντας τα προσεκτικά, επήα σπίτι τζιαι άφηκα τα κάτω. Η καττοπαρέα της αυλής μας (ο Βλάκας, η Queen τζιαι τα τέσσερα μωρά της) εκοντέψαν, αλλά είχαν ούλλοι φιλική διάθεση. Εβούρησα πίσω στον κάλαθο τζιαι εξανάβαλα μέσα τα σκουπίθκια, τζιαι εστράφηκα στα καττούθκια.
Εν μαυρούθκια με καφέ γραμμούες, εν αγοράκια τζιαι τα θκυο τζιαι υπολογίζω τα να είναι περίπου μιας με θκυο εφτομάδων! Ελπίζω να καταφέρω να τα κρατήσω ζωντανά, τζιαι να ενταχθούν στην υπόλοιπη καττοοικογένεια!
Τζιαι μετά που τούντην ιστορίαν ούλλη, φτάνω στες θκυο κουβέντες που ήθελα να πω:
α. Πόσο σκατόκωλα ήταν τούντα καττούθκια; Οι συγκυρίες που οδηγήσαν στο να τα εύρω τζιαι να γλυρώσουν τον θάνατο που ασφυξία ή που τεμαχισμό στο μηχάνημα του σκουπιδοφόρου, εν φοβερές! Ήντα chance είσιε να γίνει τούτη ούλλη η ιστορία ακριβώς όπως έγινε για να καταλήξω σε τζείνο το σημείο του δρόμου, τζείνη τη στιγμή, να ακούσω το κλάμα τζιαι να τα σώσω; Απίστευτο!
τζιαι β. Πόσον άψυχοι, σκατόψυχοι, κωλόψυχοι, βρωμόψυχοι, γαμώψυχοι άνθρωποι υπάρχουν ρε γαμώ το;! Ενοχλεί σε το καττούιν ρε κουμπάρε; Πρώτα πρώτα, τι έκαμεν τζιαι ενοχλεί σε; Μιας εφτομάδας κάττος, είτε κλαίει τόσον πολλά που σου έσπασεν τα νεύρα, είτε εν τόσο cute που σου δημιουργεί complex για την εμφάνιση σου. Έντζιαι μπόρει να κάμει κάτι άλλο. Τζιαι πες ότι ενόχλησε σε, ρε μαλακισμένο. Πιάστον τζιαι πάρ’ τον σε άλλη γειτονιά. Σε άλλο χωρκό, γαμώ τα! Πόσον ψόφκιος πρέπει να είσαι που μέσα σου για να δέσεις θκυο καττούθκια ζωντανά μέσα σε μιαν τσέντα, χωρίς να τους αφήκεις αέραν να αναπνέουν, τζιαι να τα σύρεις μες στα σκουπίθκια; Αντιλαμβάνεσαι τον πόνο τζιαι το μαρτύριο που ήταν να περάσουν ώσπου να πεθάνουν; Είτε ήταν να πεθάνουν που ασφυξία μες στην τσέντα, είτε, αν την εγλυτώναν, ήταν να γινούν κεϊμάς μαζί με τα σκατά σου τζια τα αποφάγια σου μέσα στη μηχανή του σκουπιδοφόρου. Ας τα σκότωνες πρώτα τζιαι μετά να τα σύρεις μες στον κάλαθο, γαμώ την ψυσιή σου, γαμώ!
6 responses to “ά-/σκατό-/κωλό-/βρωμό-/γαμώ-ψυχοι”
Λίγοι θα έκαναν αυτό που έκανες εσύ, να βοηθήσεις τα γατάκια. Μπράβο. Όσο αφορά αυτούς που τα πέταξαν στα σκουπίδια, λίγα είπες. Και συμφωνώ ότι είναι σκατόψυχοι. Και δυστυχώς γνωρίζω 2-3 τέτοια άτομα προσωπικά.
Και αυτό που μου τη δίνει μαζί τους είναι η υποκρισία τους. Κάθε Κυριακή πάνε εκκλησία, τις γιορτές νηστέυουν και συνεχώς το παίζουν καλοί χριστιανοί. Άσχετο ότι δεν έχουν κάνει ποτέ τίποτα και για κανένα. Αλλά είναι σκατόψυχοι. Μισούν και βρίζουν τους πάντες. Πάντα πίσω από τη πλάτη τους φυσικά. Πραγματικά άρχισα να απεχθάνομαι τους ανθρώπους πλέον.
Ανώνυμε/η, συμφωνούμε, αλλά τούτοι οι άψυχοι δεν περιορίζονται σε καμιά κατηγορία είτε θρησκείας είτε άλλη. Υπάρχουν παντού και ζουν ανάμεσά μας. Το ότι είναι γενικότερα δήθεν, εννοείται!
Από την άλλη, καθημερινά βλέπω και περιπτώσεις οι οποίες μου επιβεβαιώνουν ότι υπάρχει και ο καλός κόσμος, αυτός που αγαπά και βοηθά τον συνάνθρωπό του, τα ζώα κ.λπ.,οπότε δεν χάνω την ελπίδα μου.
Όσο σκατοψυχους έχει, άλλο τόσους πονοψυχους.
Και όλους τους συναντούμε παντού, σε κάθε μήκος και πλάτος της ζωής, καθημερινά.
Το θέμα είναι να μην γέρνει η πλάστιγγα και να υπερτερούν οι σκατοψυχοι.
Ήσουν στο σωστό τόπο τη σωστή στιγμή!
Εξαιρετικό!
Ruth μου, συμφωνούμε! Να 'σαι καλά!
Μπράβο σου! Τουλάχιστον υπάρχουν και καλόψυχοι σαν εσένα ….
Triolouin μου, ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Πού εκαταντήσαμεν, να θεωρούμεν το αυτονόητο τζιαι λογικό ως κάτι ξεχωριστό τζιαι καλοψυχία!
Sad news is προχτές ηύραμεν τα τζιαι τα δύο ψοφισμένα στην κασιούα τους 🙁
Εν ξέρω αν φταίω ή αν είχαν αρρωστήσει που προηγουμένως ή κάτι, αλλά νιώθω τύψεις..