Σήμερα δε δούλευα και είπα να πετάξω τη μάνα μου μέχρι τη Λευκωσία για να ψωνίσει από τον Αθηαινίτη που είναι από τις φτηνότερες υπεραγορές και πολύ πιο φτηνή από αυτή στο χωριό. Περίμενα στο χώρο στάθμευσης, όπου έγινα μάρτυρας των τεσσάρων σκηνών που θα σας περιγράψω.
Στις μπροστινές μου θέσεις στάθμευσης υπάρχουν λίγα αυτοκίνητα και είναι τρεις διαδοχικές θέσεις εντελώς άδειες. Ένα ροζ αυτοκινητάκι έρχεται, δε συγκράτησα μάρκα ή μοντέλο, ελαττώνει και σταθμεύει σε δύο από τις άδειες θέσεις. Ο μπροστά αριστερός και ο πίσω δεξής τροχός του βρίσκονται πάνω στη διαχωριστική γραμμή των θέσεων. Τόσο καταπληκτικά. Από την πόρτα του οδηγού κατεβαίνει μια 55άρα κυρία με μωβ παντελόνι και ροζ μπλούζα. Προσπαθεί για 40 δευτερόλεπτα να εντοπίσει στα κλειδιά της το κουμπί που κλειδώνει το αυτοκίνητο, χωρίς να κάνει τον κόπο να το κλειδώσει με το κλειδί και να γλιτώσει χρόνο. Φεύγει με την αυτοπεποίθηση του τελειότερου σταθμευτή αυτοκινήτων στον κόσμο και χωρίς να ρίξει ούτε μισή ματιά στο γελοίο παρκάρισμα της. Στο τέταρτο που έκανε μέχρι να γυρίσει, πέρασαν γύρω στα 10 άτομα ψάχνοντας άδεια θέση για στάθμευση, έβλεπαν το ροζ αυτοκινητάκι τοποθετημένο διαγώνια και καλύπτοντας δύο θέσεις, ψιθύριζαν κάτι και πήγαιναν παρακάτω.
Πέντε λεπτά μετά που έφυγε η κυρία Ροζ, ένα βυσσινί Renault Laguna σταθμεύει στη θέση της. Κι όταν λέω “στη θέση της” εννοώ ΑΚΡΙΒΩΣ όπως είχε σταθμεύσει κι εκείνη. Ανοίγει η πόρτα του συνοδηγού. Ακούγεται μια ξενική, κοριτσίστικη φωνούλα να λέει κάτι πιθανότατα στα κυπριακά, αλλά ακαταλαβίστικο λόγω προφοράς. Δύο γυμνά πόδια έκαναν την εμφάνιση τους από την ανοικτή πόρτα. Θα ήταν κάτι σε Βιετναμέζα ή κάτι παρεμφερές. Γύρω στα 20, κοκκαλιάρα, φορούσε μαύρες μπότες που έφταναν μέχρι λίγο κάτω από το γόνατο για να φαίνονται οι ριγέ άσπρο-μαύρο κάλτσες της που ήταν ως το γόνατο. Jean φούστα που μετά βίας κάλυπτε έναν ανύπαρκτο κώλο, μπλούζα ως τον αφαλό και jean σακάκι του ιδίου μήκους. Μαλλιά μαύρα σε αλογοουρά και φάτσα αδιάφορη, με χαρακτηριστικά Βιετνάμ ή κάτι τέτοιο. Με νωθρά βήματα προχώρησε προς την υπεραγορά, χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Από την πόρτα του οδηγού κατέβηκε ένας 65άρης κύριος με κοτλέ σκούρο κίτρινο παντελόνι και ανοιχτότερο κίτρινο πουκάμισο. Έπαιξε με τα κλειδιά του κι αυτός μέχρι να βρει το κουμπάκι για να κλειδώσει το αυτοκίνητο. Το κλείδωσε, έλεγξε την πόρτα του οδηγού ότι ήταν σίγουρα κλειστή, έλεγξε την πόρτα πίσω από τον οδηγό ότι δεν άνοιγε κι έξυσε τα αρχίδια του ή διόρθωσε το σώβρακο του για να μην πατάει τις τρίχες των οργάνων του. Ήρθε πίσω από το αυτοκίνητο, φανερά προβληματισμένος για τον τρόπο που το στάθμευσε. Το είδε από όλες τις πλευρές και γωνίες. Ίσως έψαχνε μια θεωρία κατά την οποία το παρκάρισμα του δεν ήταν προβληματικό. Πιθανότατα δε βρήκε. Έξυσε ξανά τα αρχίδια του. Με είδε που κρυφογελούσα. Έκανε άλλη μια φορά το γύρο του αυτοκινήτου του, αποφάσισε πως δε θα έμπαινε στον κόπο να το μετακινήσει, έξυσε τη φαλάκρα του, μετά τα αρχίδια του με το άλλο χέρι, μου έριξε άλλο ένα βλέμμα πλήρους ηλιθιότητας και με βήματα νωθρότερα από αυτά της ξένης που είχε μαζί του, προχώρησε να τη βρει.
Η θέση στα αριστερά μου άδειασε ένα δεκάλεπτο μετά που ήρθε ο κύριος Αρχιδοξύστης μετά της Βιετκόγκ με το mini. Μια επιμήκης Mercedes απροσδιορίστου χρώματος και ηλικίας περί των 455 χρόνων εισήλθε στο χώρο στάθμευσης. Οδηγός μια 50άρα κυρία με βλακώδες βλέμμα και περίεργα χτενισμένα μαλλιά που έδιναν στο κεφάλι της διπλάσιο όγκο. Είδε τη θέση δίπλα μου και κατάλαβα από την αποφασιστικότητα στο βλέμμα της ότι θα επιχειρούσε να μπει εκεί. Προχώρησε μπροστά μου στο διάδρομο για να βάλει όπισθεν και να σταθμεύσει έτσι, αλλά η προσπάθεια της απέβη άκαρπη, λόγω του περιορισμένου χώρου δράσης. Ξαναήρθε μπροστά μου, ξαναέβαλε όπισθεν κι αυτή τη φορά προχώρησε προς τα πίσω μέσα στο διάδρομο για να σταθμεύσει με τα μούτρα. Με αργές κινήσεις έφερε το αυτοκίνητο στον άδειο χώρο και το στάθμευσε. Έμεινα να κοιτάζω απορημένος, διότι όλο το κομμάτι της Mercedes μέχρι τον πίσω τροχό, το port baggage δηλαδή, εξείχε πέρα από τη γραμμή της θέσης στάθμευσης και κρεμόταν κανονικά μέσα στο διάδρομο των αυτοκινήτων. Η κυρία κατέβηκε, ύψωσε περήφανα το κεφάλι και κατευθύνθηκε προς την υπεραγορά. Σκέφτηκα να της πω ότι ήταν επικίνδυνος ο τρόπος που στάθμευσε, αλλά σίγουρα δε θα μπορούσα να κρατήσω τα γέλια μου κι έτσι την άφησα στην ησυχία της.
Πίσω μου κι αριστερά, ακριβώς πίσω από τη θέση της προηγούμενης ηλίθιας, ήταν σταθμευμένη μια άλλη Mercedes, σαφώς πιο καινούρια. Ω, του θαύματος! Ιδιοκτήτρια κι αυτής ήταν μια αντίστοιχη κυρία. 50άρα, με αστεία κόμμωση και φόρεμα που πριν από 60 χρόνια θα ήταν εξεζητημένο, πλησίασε το αυτοκίνητο, ξεκλείδωσε την πόρτα του οδηγού, πίεσε το μοχλάκι για να ανοίξει το port baggage και περίμενε γύρω στα δέκα δευτερόλεπτα. Ένας ξένος, Πακιστανός ίσως, προφανώς υπάλληλος της υπεραγοράς, πλησίασε κρατώντας στο ένα χέρι δύο υπεργεμάτες τσάντες και με το άλλο σπρώχνοντας ένα ξεχειλισμένο καροτσάκι ψωνίσματος. Τα έφερε κοντά για να ακούσει την κυρία να λέει “Ένα λεπτό, διότι έχω.. ΑΥΓΑ”! Τόνισε τα αυγά, δεν ξέρω γιατί. Ίσως να είναι το αγαπημένο της φρούτο. Έψαξε μέσα στο χαμό που γινόταν πάνω στο καροτσάκι, βρήκε τα αυγά, τα έπιασε προσεκτικά και με ένα νεύμα διέταξε τον ξένο να ξεφορτώσει το καροτσάκι και τις τσάντες μέσα στο αυτοκίνητο της. Με τα αυγά αγκαλιά, έκατσε στη θέση του οδηγού. Ίσως να τα τοποθέτησε δίπλα της, δεν έβλεπα τόσο καλά σε κείνο το σημείο. Περίμενε μέχρι να τελειώσει το ξεφόρτωμα και μόλις ο κύριος έκλεισε την πόρτα του port baggage, έβαλε μπρος κι εξαφανίστηκε. Ίσως να τον ευχαρίστησε από μέσα της, ίσως να μην τον ευχαρίστησε καθόλου. Ποιός ξέρει; Ξένος είναι εκείνος, Κύπρια αυτή, καθήκον του να την εξυπηρετήσει ως καλός δούλος. Ο φίλος πήρε το άδειο καροτσάκι και προχώρησε προς την υπεραγορά για να εξυπηρετήσει τον επόμενο Κύπριο ηλίθιο που νομίζει πως είναι ο βασιλιάς του κόσμου.
Αποφάσισα πως εκείνος ο χώρος στάθμευσης δεν έκανε για μένα, διότι είχα να μελετήσω κάτι σχετικά με τη δουλειά και με τόσους βλάκες τριγύρω, τα νοητικά κύματα που εξέπεμπαν δε θα με άφηναν να συγκεντρωθώ. Έφυγα, προχώρησα στο δρόμο μέχρι που βρήκα έναν ευκάλυπτο που πρόσφερε δωρεάν σκιά κι έκατσα ήσυχος να κάνω τη δουλειά μου.
6 responses to “Σκηνές της κυπριακής καθημερινότητας: 4 σε 1”
Τώρα τι θέλεις να πεις ότι εμείς οι γυναίκες δεν είμαστε καλοί οδηγοί;;
λίγο ακόμα να καθόσουν, σε βλέπω να έβγαζες τις αναρτήσεις του μήνα!!!
θα σταθώ στον αναιδέστατο που, η τα έξυνε, η τα μπατάριζε,αμάν με αυτούς τους λεχρίτες…
όσο για την κυράτσο, είχε πάντα φαίνεται τη μύτη πιο ψηλά από τον κότσο….
καλησπέρα….
Φούληηηηηηηηηηηηηηηηη, δε χρειάζεται να το πω εγώ αυτό, ευτυχώς υπάρχουν πολλές κοπέλες που το παραδέχονται κιόλας! 🙂
Έχεις δίκιο στα άλλα που λες, έτσι ακριβώς είναι.. Καλησπέρα σου 🙂
Τα ΑΥΓΆ, τα προσπέρασες Φούλη;
Όσο για αυτόν τον αρχιδοξύστη σίγουρα άτριχος ήτανε…για να έχει τόσο φαγούρα.
Εγώ δεν το παραδέχομαι,αν θες σε πάω και κόντρα με την 300αρα μου,η, βόλτα αν θες θα σου φύγουν τα τσισα χαχα!!
Gaurakos
χμμμμ ΑΥΓΑ ΑΒΓΑ ΑΒΓΑ……
@Gaurakos:
Τον φαντάζομαι με μακριές κατσαρές άσπρες τρίχες το συγκεκριμένο πάντως!
@ΦΟΥΛΗΗΗΗΗΗΗ:
Σε όλους τους κανόνες υπάρχουν οι εξαιρέσεις, αγαπητή μου 🙂
TT Μακριά από την Φούλη οδηγό σε μηχανή. Θα την σηκώσει σούζα και άντε να συνέλθεις μετά.
Αυγά,αυγά αυγά.