Κάθεται απέναντι μου -φορεί το ριχτόν της γλύκας της τζι’ εγώ βρομοζολώ το κενό μου, έναν κενόν που μόνον τζείνη μπόρει να γεμώσει- τζιαι διά μου ζωήν με τζείν’ το απερίγραπτα όμορφο χαμόγελον, την ώραν που εγώ λαλώ τες συνηθισμένες μου βλακείες τζιαι εξυπνάδες, προσπαθώντας -άδικα αλόπως- να shιεπάσω το πόσο θέλω να τη μουντάρω, να τη βάλω στην αγκαλιά μου τζιαι να τη φιλήσω, να τη φιλήσω, να τη φιλήσω, ενώ το drum solo της καρκιάς μου κάμνει το Neil Peart να παλαβώνει τζιαι το δρώμαν που τον πυρετόν αναβλύζει που κάθε πόρον της κκελλές μου τζιαι παρακαλώ, για να πνάσω, να εκραγώ τζιαμαί ομπρός της τζιαι τα κομμάθκια μου τζιαι οι πέτσες τζιαι τα γαίματα να πεταχτούν πάνω της, να τη λούσουν· τα κομμάθκια του μυαλού μου να καρφωθούν μες τα μμάθκια της για να δει τα πόσα σκέφτουμαι για τζείνην τζιαι για ‘μας, τζιαι το γαίμαν της καρκιάς μου να στάξει που τα μαλλιά μες το νουν της, πέρκει καταλάβει όσα νώθω τόσους τζιαιρούς για λλόου της, τζι’ ας πάω στ’ ανάθθεμαν.