Στεκόταν πάντα στο πεζοδρόμιο, απέναντι από το βιβλιοπωλείο, από τη μεριά του γυμνασίου. Σπάνια δε θα φορούσε εκείνη τη στολή που θύμιζε καπετάνιο κάποιας περασμένης και, πιθανότατα, ξεχασμένης εποχής. Βαρύ, σκούρο μπλε σακάκι με κουμπιά και μανικετόκουμπα που έμοιαζαν χρυσά, πάντα κουμπωμένα – ένδειξη πειθαρχίας και σχολαστικότητας. Το πουκάμισο υπέθετα πως ήταν άσπρο, αν και το μόνο που διέκρινα ήταν ο γιακάς και μάλλον θα ήταν φορτωμένο με παράσημα. Σκούρο μπλε παντελόνι με χρυσά κρόσια ψηλά στις τσέπες. Παπούτσια μαύρα, καλογυαλισμένα πάντα. Καπέλο λευκό, ίδιο με κείνα των καπετάνιων, με κάτι σαν εθνόσημο πάνω από το μέτωπο. Το πρόσωπο του σχηματιζόταν από αυστηρές γραμμές και το λίγων ημερών μούσι του, διανθισμένο από πάμπολλες λευκές τρίχες προσέδιδε κι άλλο κύρος στη μορφή του. Μόνο δυο πράγματα δεν ταίριαζαν με το υπόλοιπο παρουσιαστικό του. Τα μάτια και το στόμα του. Το βλέμμα του ήταν ένας μαύρος, σκοτεινός χώρος, στον οποίο σίγουρα βασίλευε το απόλυτο κενό. Την παρουσία του κενού τόνιζε το μόνιμα σχηματισμένο χαμόγελο του μέσα από το πυκνό, κοντό μούσι του.
Μνήμες ηλικίας περίπου μιας δεκαετίας. Τον βλέπαμε κάθε μέρα το πρωί, στο δρόμο για το λύκειο. Κάθε φορά την ίδια ώρα, εμείς περνούσαμε με το λεωφορείο από το σημείο όπου στεκόταν κι αυτός στεκόταν εκεί, χαμογελαστός και με παρατεταμένο το χέρι. Σα να είχαμε ραντεβού, αλλιώς η μέρα μας δε θα πήγαινε καλά. Τον υπολογίζαμε να είναι γύρω στα πενήντα πέντε.
Ένα ζευγάρι χρόνια αργότερα, είχα την ευκαιρία να περνάω συχνότερα από εκείνο το σημείο και, γενικότερα, την περιοχή, ελέω στρατού και των συχνών διαδρομών με τα υπηρεσιακά αυτοκίνητα. Εξακολουθούσε να είναι εκεί, ίσως όχι με την ίδια συχνότητα και ίσως όχι με την ίδια στολή. Πάντα, όμως, με το ίδιο χαμόγελο, το απολύτως κενό βλέμμα και το αιώνια παρατεταμένο δεξί του χέρι. Κάποτε τον χαιρετούσα, μα δε φαινόταν να ανταποδίδει. Δε με έβλεπε που τον χαιρετούσα, διότι απλά δεν περίμενε να τον χαιρετήσει ένας ξένος.
Μετά το στρατό χαθήκαμε. Πήγα για σπουδές και τους μήνες που ήμουν στην Κύπρο, δεν περνούσα από την περιοχή του τις πρωινές ώρες που συνήθιζε να κάνει τη βόλτα του. Ήλπιζα μόνο να μην είχε ταξιδέψει για άλλους κόσμους.
Κι ευτυχώς δεν το είχε κάνει. Με τις δουλειές που έκανα όταν τέλειωσα με τις σπουδές, είχα πρωινά δρομολόγια, που συνήθως απαιτούσαν διαδρομή από τη γνωστή περιοχή. Πολύ συχνά τον πετύχαινα να χαμογελάει σε φορτηγά, σε λεωφορεία, σε στρατιωτικά, σε μένα, με το χέρι παρατεταμένο.. Και μετά, τέλος οι δουλειές για μένα, τέλος και τα πρωινά συναπαντήματα με τον καπετάνιο.
Πρόσφατα βρέθηκε δουλειά και ξεκίνησαν τα πρωινά δρομολόγια πάλι. Μέχρι χτες δεν τον είχα συναντήσει. Η αλήθεια είναι ότι ούτε καν τον θυμόμουν πλέον. Σήμερα, όμως, τα δεδομένα άλλαξαν.
Με περίμενε εκεί, λίγο πιο πάνω από το σημείο των συναντήσεων μας κατά τα μαθητικά μου χρόνια. Μου φάνηκε ότι φορούσε την ίδια στολή πάλι, σα να ήθελε να μου κάνει έκπληξη! Το σακάκι είχε παλιώσει και του έλειπε το προτελευταίο κουμπί. Το πουκάμισο είτε είχε αλλάξει χρώμα από τα χρόνια, είτε απλά ήταν κάποιο άλλο. Το παντελόνι πάλιωσε ακριβώς όπως και το σακάκι κι έτσι συνέχιζαν να έχουν το ίδιο χρώμα. Τα παπούτσια έδειχναν ότι πέρασε αρκετός καιρός από τότε που είχαν απολαύσει ένα καλό γυάλισμα και το καπέλο είχε απλά ξεφτίσει σε μερικά σημεία. Το πρόσωπο του απίστευτα ίδιο με κείνο που είχε τότε, χωρίς κανένα σημάδι γήρατος, πέρα από το μούσι που, πλέον, είχε ασπρίσει για τα καλά. Τα ίδια κενά μάτια φιλοξενούσαν το καταχνιασμένο βλέμμα του, στολίζοντας με τον πιο ταιριαστό τρόπο το παιδικό του χαμόγελο.
Μόλις διέκρινα τη μορφή του στη στροφή, ένα παιδικό χαμόγελο σχηματίστηκε και στα δικά μου χείλη. Σα να έβλεπα ένα παλιό φίλο. Σα να έβλεπα μια φωτογραφία με μένα και τους συμμαθητές μου στο λεωφορείο για το λύκειο. Φρόντισα αυτή τη φορά να με προσέξει σίγουρα. Άφησα και τα δυο μου χέρια από το τιμόνι και τον χαιρέτησα έντονα, ελαττώνοντας ταχύτητα όσο μπορούσα. Χωρίς να αλλάξει το ύφος του ή να πάψει να χαμογελάει και με το χέρι παρατεταμένο, έκανε μια ελαφριά κίνηση με το κεφάλι, ακολουθώντας με για δύο δευτερόλεπτα με το βλέμμα του. Σίγουρα θα είχε σκεφτεί “Καλά, τρελός είναι αυτός;”..
Δεν τον ήξερα. Κανένας μας δεν τον ήξερε. Ούτε και συζητήσαμε ποτέ γι’αυτόν, παρόλο που είχαμε τις υποψίες μας. Το μόνο που μας ένοιαζε ήταν να τον βλέπουμε το πρωί και να παίρνουμε θάρρος για ακόμα μια δύσκολη σχολική μέρα. Εννοείται ότι κι αυτός δε μας ήξερε. Αμφίβολο αν αναγνώριζε το λεωφορείο μας κάθε πρωί. Κι όταν ήμουν στο στρατό ήμουν σίγουρος πως δε θα καθόταν να διαβάζει τα νούμερα κάθε στρατιωτικού αυτοκινήτου που θα περνούσε από μπροστά του κάθε πρωί για να συγκρατήσει τα δικά μου και να με ξεχωρίσει. Σήμερα, όμως, κατάφερα να κερδίσω την προσοχή του, έστω και για δύο δευτερόλεπτα!
Γυρνώντας σπίτι, διηγήθηκα λίγο την ιστορία στον παππού μου και του περιέγραψα τον καπετάνιο. “Εν ο πελλός ο Σαββής”, ήταν η απάντηση του παππού, χωρίς κανένα ίχνος περιφρόνησης. Τελικά είχαμε επιβεβαιωθεί. Με τους συμμαθητές μου πιθανολογούσαμε πως θα ήταν κάποιος παλιός ναυτικός που πέρασε πολλά και τρελάθηκε κι έπιασε τους δρόμους. Είχαμε δίκιο μόνο στο τελευταίο μέρος, καθώς ο κύριος αυτός είχε γεννηθεί με νοητικό πρόβλημα.
Το κενό βλέμμα, αποδείχτηκε πως δεν ήταν καθόλου κενό. Ήταν σίγουρα γεμάτο από περίεργες, υποτιμητικές, κακεντρεχείς, κοροϊδευτικές και μειωτικές ματιές προς αυτόν, κάποιων ζώων που απαιτούν να ονομάζονται άνθρωποι. Το πλατύ του χαμόγελο ήταν η απάντηση του στα σχόλια αυτών των ανθρωποειδών. Και το παρατεταμένο χέρι, ίσως να ήταν μια βουβή κραυγή βοήθειας, παρόλο που φαινόταν σαν απλή κίνηση για ωτοστόπ. Κι όλα αυτά, χωρίς να ξέρει, χωρίς να αντιλαμβάνεται τι κάνει.
Όπως ακριβώς επηρέασε κι εμάς, δηλαδή. Αγνώμων της δύναμης και της ελπίδας με την οποία μας όπλιζε κάθε πρωί. Ένα σημείο καθημερινής αναφοράς κι ευκαιρία απόδρασης από την αναθεματισμένη ρουτίνα του στρατού. Μια φιγούρα – πηγή αναζωογόνησης κατά τα βαρετά πρωινά δρομολόγια προς τη δουλειά. Χωρίς να με ξέρει. Χωρίς να τον ξέρω. Χωρίς να ξέρει πόσα σήμαινε για εμάς και για μένα.
Θα ήθελα κι εγώ μια στολή καπετάνιου, βγαλμένη από ρομαντικές εποχές. Θα ήθελα κι εγώ να μπορούσα να χαρίζω τόσα όμορφα συναισθήματα σε παιδιά, ακόμα κι αν δεν το ήξερα. Θα ήθελα κι εγώ να έχω ένα χαμόγελο μόνιμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπο μου, όσο δύσκολη κι αν ήταν η ζωή μου. Θα ήθελα κι εγώ να έχω ένα βλέμμα αναλλοίωτο και ανεπηρέαστο από την κακία και το μίσος των ανθρώπων. Και πάνω απ’όλα, θα ήθελα κι εγώ να καταπολεμήσω τον εγωισμό μου και να αφήσω ένα χέρι παρατεταμένο για την υπόλοιπη αιωνιότητα, παραδεχόμενος τη μηδαμινότητα της ύπαρξης μου.
Τον σκέφτομαι. Τον ζηλεύω και, αντί να κλαίω, χαμογελώ..
3 responses to “Το χαμόγελο του τρελού”
Πανέμορφο. Ωραίος ρε ΤΤ.
εύγε φίλε μου για το άψογο κείμενό σου. με συγκίνησες. φυσικά τον ξέρω τον Σαββή και με ξέρει με το όνομά μου. τον έβαλα κιόλας πολλές φορές στο αυτοκίνητό μου. τωρά εσταμάτησα να τον βάλλω γιατί 1. μυρίζει απίστευτα άσχημα και 2. δεν θέλει στ' αλήθεια να πάει κάπου, αρέσκει του να περιμένει. έκλεψες μου όμως την ανάρτηση γιατί έχω μια στα πρόχειρά μου σχετική. στη σειρά μου, ιστορίες του χωρκού. χαλάλι σου γιατί την έγραψες καλύτερα!
@off: Να'σαι καλά ρε φίλε..
@Νυχτερινός Ποδηλάτης: Ήμουν σίγουρος ότι ήταν να τον ήξερες, αλλά δεν εφανταζόμουν ότι είχες τζιαι συ ανάρτηση σχετική!
Αν μετρά η γνώμη μου πάντως, θα ήθελα να διαβάσω τζιαι τη δική σου! Όλο τζιαι κάτι περισσότερο τζιαι διαφορετικό εννα αναφέρεις, λογικά!
Ο παππούς μου είπε ότι αν τον βάλεις στο αυτοκίνητο σου, εν πρόκειται να κατεβεί. Ε, λυπούμαι να πρέπει να τον αναγκάσω να κατεβεί τζιαι να χρειαστεί να του συμπεριφερθώ άσχημα..
Μακάρι να είναι καλά ο άνθρωπος..