15 Ιουλίου 1974. Πιθανότατα θα ήταν μια μέρα όπως και η σημερινή. Μερικά σύννεφα το πρωί, τα οποία, όμως, δεν έδιωξαν ούτε στο ελάχιστο τη δολοφόνο ζέστη. Ίσως το μεσημέρι να μην ακούμπησε ο υδράργυρος τους 40 βαθμούς, αλλά σίγουρα θα τους είχε πλησιάσει. Κι όμως, εκείνη η μέρα δεν έμοιαζε καθόλου με τη σημερινή. Διότι σήμερα ζούμε όλοι μέσα στην (ψευτο)χλιδή.
Εκείνη τη μέρα πραγματοποιείται το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας έναντι του αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Οι βάσεις μπαίνουν για να έχουμε, 5 μέρες αργότερα, την τουρκική εισβολή στο νησί.
Όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο. Και ποιός ο λόγος για το πραξικόπημα; Ποιόν εξυπηρετούσε η εισβολή; Μα τους πολιτικούς μας, φυσικά. Όχι τόσο εκείνους που δρούσαν τότε, όσο αυτούς που δήθεν δρουν τώρα.
Διότι, έστω δε γίνονταν τα δύο αυτά γεγονότα του Ιούλη του 74, τι επιχειρήματα θα χρησιμοποιούσαν για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του Κυπραίου; Πώς αλλιώς θα κάθονταν στις καρέκλες που κάθονται τώρα; Με ποιό πρόσχημα θα προσπαθούσαν να ενεργοποιήσουν το εθνικό αίσθημα του κόσμου, ώστε να τους ψηφίσει; Περί ποίου θέματος θα γέμιζαν τις γραμμές οι υπουργοί παιδείας στις διάφορες επιστολές τους προς τους μαθητές; Πώς οι πρόεδροι θα συνέθεταν έναν αξιόλογου μήκους λόγο προς εκφώνηση σε εθνικές επετείους; Ποιά δικαιολογία θα έβρισκαν για να κρατάνε τα παιδιά της Κύπρου για 25 μήνες στο στρατό; Ποιά άλλη πρόφαση θα έβρισκαν για να μένουν σε ‘διάλογο’ με ξένους ηγέτες κι έτσι να πραγματοποιούν ταξιδάκια αναψυχής, έχοντας ουσιαστικά γραμμένη την Κύπρο στα παλιά τους τα αρχίδια;
Υπάρχει έστω και ένας πολιτικός σήμερα που να ξυπνάει και να κοιμάται με μόνη έννοια το πώς θα απαλλάξει την Κύπρο από τα κατοχικά δεσμά;