Ζιούμεν κάθε στιγμή μόνοι μας.
Τζιαι στο τέλος, πεθανίσκουμε μόνοι μας.
Ήσουν δαμαί τωρά που έκλαια σαν το μωρό;
Εμπορούσες να ήσουν;
Έτσι κλάμαν έshει πάνω που δεκατρία χρόνια να κάμω.
Ήσουν δαμαί να με παρηορήσεις;
Εμπορούσες να με παρηορήσεις;
Ήντα λέξεις ήταν να φτύσεις,
νομίζοντας πως εννά ‘νιωθα καλλύττερα;
Έπρεπε να ήσουν δαμαί;
Σε ποιόν απευθύνομαι;
Πρέπει να απευθύνω σε κάποιον τούντες ερωτήσεις;
Γάμα τα.
Εν που άκουσα τη φωνή του;
Εν που ακούετουν τόσο καταρρακωμένος;
Εν που πρέπει, αλλά εν μπόρω να το μισήσω;
Εν που πρέπει να τον εύρω, να του φκάλω τα μμάθκια του,
να του κόψω τα shέρκα του, να του shίσω τες πέτσες του,
να του ανοίξω την τζοιλιά του τζιαι να πουλήσω τα όργανα του,
αλλά εν μπόρω να το κάμω;
Εν που εν μπόρω να ξέρω πού ζιει, τι τρώει, τι πίνει,
ήντα κινητόν κρατεί, αν πλυνίσκει το αυτοκίνητον του,
αν φορεί Lacoste ακόμα, αν βάλλει την κλασσικήν Paco Rabanne,
αν με σκέφτεται, αν μας περιπαίζει,
αν εππέσαν τα μαλλιά του, αν επάshυνεν,
αν πονεί τη ράshη του, αν εξαναείshεν εγκεφαλικόν;
Εν που νιώθω την προδοσίαν του;
Εν που καταλάβω την απερισκεψίαν του;
Εν που θωρώ το ψέμαν του;
Εν που αναγνωρίζω ότι εν άλλαξεν καθόλου;
Εν που ξέρω ότι εν θα αλλάξει;
Εν που βρίσκουμαι αντιμέτωπος με πράματα που έπρεπε να κάμω,
αλλά εν έκαμα;
Έπρεπε να κάμω κάτι;
Εμπορούσα να κάμω κάτι;
Μπόρω να κάμω κάτι τωρά τζιαι να πάει;
Πρέπει να κάμω κάτι που δαμαί τζιαι δα;
Ποιός εννα μου πει;
Γάμα τα.
Έχω ευθύνες, τες οποίες απέφευγα τόσον τζιαιρόν;
Έπρεπε να τες έχω;
Οξά εκοττήσαν μου τες με το έτσι θέλω;
Γάμα τα.
Τι να κάμω;
Ποιόν ρωτώ;
Ποιόν ρωτώ;
Πρέπει να ρωτήσω κάποιον;
Γάμα τα.
Ζιει ο καθένας μόνος του.
Πεθανίσκει ο καθένας μόνος του.
Πεθανίσκει ο καθένας μόνος του.
Εννα ακούω Tool.