Suicidal [5]


Στο ημερολόγιο του έγραφε:
“Τρίτη, 8 Νοεμβρίου.
Σήμερα, όπως κάθε Τρίτη και Σάββατο, μπορεί να είναι η τελευταία μέρα της ζωής μου. Αν ήταν θάνατος ήσυχος και ειρηνικός, δε θα με ένοιαζε. Μα είναι ένας θάνατος βίαιος, με κάμποσο άγχος και πολύ αίμα αυτός που μάλλον με περιμένει. Αυτός που πήρε τόσους όμοιους μου και περιμένει να πάρει ακόμα περισσότερους. Αυτός τον οποίο αντιμετωπίζω πρόσωπο με πρόσωπο δύο φορές τη βδομάδα..
Δε θα τον αφήσω να με βρει. Θα προσπαθήσω να τον προλάβω και να πάω εγώ πρώτος στη συνάντηση μας. Θα του στήσω παγίδα. Δε θα παριστάνω το θύμα του. Θα πάρω την τύχη μου στα δικά μου πόδια.
Αντίο”

Άφησε το ημερολόγιο πάνω στο κρεβάτι του, ανοιχτό σε αυτή τη σελίδα και, αγουροξυπνημένος όπως ήταν -μόνο έτσι γίνονται πράξη οι μεγάλες αποφάσεις, άλλωστε- έφυγε από το σπίτι. Το μόνο πράγμα για το οποίο ήταν σίγουρος μέσα στο μικρό του μυαλό ήταν η κατάληξη που ήθελε να έχει αυτή η μέρα: ΘΑΝΑΤΟΣ!
Είχε φανταστεί στα πρόχειρα τη διαδρομή∙ ήταν σχεδόν η ίδια με κείνην που έκανε κάποια απογεύματα όταν είχε ελεύθερο χρόνο και ήθελε να ξεκουραστεί: έβαζε μουσική στο mp3 player, τα ακουστικά στα αυτιά του και κατηφόριζε το βουνό, διασταύρωνε το συνήθως ξεραμένο ποταμάκι, προχωρούσε, περνούσε μπροστά από το νεκροταφείο, διάβαινε τη μικρή πεδιάδα και κατευθυνόταν κατά μήκος του δρόμου μέχρι το στάβλο. Χάζευε για λίγο τα άλογα, τα ζήλευε για το καμαρωτό ανάστημα και τη μεγαλειώδη χαίτη που εκείνος ποτέ δεν επρόκειτο να αποκτήσει, τα χαιρετούσε δήθεν χαλαρά και ακομπλεξάριστα, έπινε λίγο από το νερό που τον κερνούσαν και έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής, όσο ακόμα ο ήλιος βρισκόταν ολόκληρος στον ουρανό.
Σήμερα όμως θα υπήρχαν διαφορές. Για μία και τελευταία φορά.
Έφυγε από το σπίτι χωρίς mp3 player και χωρίς ακουστικά. Ήθελε να απορροφήσει όλα όσα είχε να του προσφέρει η τελευταία του μέρα: ήχους, μυρωδιές, αισθήσεις, συναισθήματα, χρώματα. Ήθελε να τα απολαύσει όλα, να πάρει μαζί του όσες περισσότερες αναμνήσεις μπορούσε και αυτή η διαδρομή ήταν ό,τι πιο απολαυστικό έκανε στη ζωή του. Αποφάσισε να κινηθεί πολύ πιο αργά σήμερα, ούτως ώστε να μην του ξεφύγει καμιά λεπτομέρεια.
Στη γειτονιά δε φαινόταν να κυκλοφορεί κανένας, παρόλο που δεν ήταν πολύ πρωί. Ίσως να ετοιμάζονταν για την Τετάρτη, ίσως να είχαν δουλειές, ίσως απλά να έμειναν στα κρεβάτια τους για επιπλέον ώρες ύπνου∙ δεν τους κυνηγούσε κανείς, τουλάχιστον όχι σήμερα. Μη έχοντας κάποιο να καλημερίσει, πήγε στο διπλανό κήπο, έκοψε ένα λουλουδάκι, το έβαλε στο στόμα και ξεκίνησε τον κατήφορο.
Είδε κάμποσα πεύκα πανύψηλα -οι μύτες τους σίγουρα έφταναν μέχρι τον ουρανό και γαργαλούσαν τις πατούσες των αγίων- κοντά το ένα με το άλλο και πολλών ειδών θάμνους να συμπληρώνουν τα κενά. Ήταν Νοέμβριος, όμως τα χρώματα -όπου υπήρχαν- θύμιζαν περισσότερο άνοιξη και μόνο κάποιες περιοχές με εμφανή έλλειψη φυλλωσιάς πρόδιδαν ότι αυτό το δασάκι είχε υποδεχτεί το φθινόπωρο πριν από δύο μήνες. Τα αρώματα πλέκονταν σε μια μαγική αύρα κι έφταναν στα ρουθούνια του. Τα ήξερε αυτά τα αρώματα, αλλά δεν τους είχε δώσει ποτέ τη σημασία που τους άξιζαν. Στάθηκε μερικά λεπτά για να αναγνωρίσει όσα περισσότερα μπορούσε και να ξεχωρίσει από ποιά λουλούδια και ποιά κατεύθυνση ερχόταν το καθένα. Πέτυχε μόνο την ανεμώνη που βρισκόταν δίπλα του. Θύμωσε.
Κατέβηκε με γοργά βήματα το βουνό κι έφτασε στο ποταμάκι. Ήταν ξεραμένο ως συνήθως. Τα πρωτοβρόχια μερικές μέρες νωρίτερα δεν αποδείχθηκαν αρκετά για να το τροφοδοτήσουν με λίγο νερό, αρκετό για να ξεδιψάσει ή να δει την αντανάκλαση του κάποιος. Πέτρες πολλών μεγεθών και υφών και λίγη ξεραμένη βλάστηση κείτονταν στον πάτο του και ήταν ορατά και προσιτά χωρίς δυσκολία. “Καημένο”, σκέφτηκε, “βρίσκεσαι σε κώμα, τα σωθικά σου είναι εκτεθιμένα κι εσύ ξαπλώνεις εκεί, περιμένοντας βοήθεια από τρίτους για να ξαναβρείς τη χαμένη σου ζωή”. Αναρωτήθηκε αν υπάρχει κάποιο ζώο που να επιλέγει τις όχθες του για να χτίσει το σπίτι του. Ακόμα και τα φίδια χρειάζονται λίγο νερό κι αυτό το ποταμάκι δεν είχε ποτέ. Απογοητεύτηκε.
Συλλογισμένος άφησε το ποταμάκι -γιατί το αποκαλούσαν έτσι ακόμα;- και προχώρησε προς το νεκροταφείο. Δεν έμπαινε ποτέ μέσα και δε θα το έκανε ούτε σήμερα. Ο φόβος του για τους νεκροζώντανους υπερνικούσε τις θυσίες που ήταν αποφασισμένος να κάνει την τελευταία του μέρα. Αντ’ αυτού, έμεινε έξω από την πύλη και χάζεψε το εσωτερικό. Άσπρες πλάκες σε παράταξη, καντήλια -άλλα αναμμένα κι άλλα όχι-, όμορφα λουλούδια προς παρηγοριά των επισκεπτών και κυπαρίσσια στον περίγυρο, για να κάνουν σκιά σε κείνους που αναπαύονται κάτω από τα πέτρινα σκεπάσματα των χωμάτινων κρεβατιών τους. Τόσοι άνθρωποι, τόσα ονόματα, τόσα όνειρα, τόσες σκέψεις, τόσα συναισθήματα καταλήγουν στον ίδιο τόπο, καταλαμβάνοντας τον ίδιο χώρο, για να εξαφανιστούν από προσώπου γης, να λιώσουν, να διαιρεθούν στα πιο μικρά κομμάτια ύλης και να χαθούν στο άπειρο, να γίνουν ένας κόκκος άμμου σε μια παραλία, ένα μόριο στο φύλλο ενός δέντρου. Και να ήταν μόνο οι άνθρωποι που έχουν αυτό το τέλος.. Στεναχωρέθηκε.
Διέσχισε τρέχοντας τη μικρή πεδιάδα κι έφτασε στην άκρη του δρόμου. Συνεχίζοντας να τρέχει, κατευθύνθηκε κατά μήκος του δρόμου, αγνοώντας τα πολλά αυτοκίνητα και έφτασε στο στάβλο. Πήγε προς τα άλογα. Τους χαιρέτησε αγκομαχώντας και ήπιε από το νερό που του πρότειναν. Τους άκουσε να περιγράφουν το πώς πέρασαν τη μέρα τους. Τους αφηγήθηκε κι εκείνος τη δική του διαδρομή. Και κατέληξε: “Δεν ήρθα εδώ επειδή ήθελα να είσαστε η τελευταία μου ανάμνηση. Να μου λείπουν τέτοιοι νάρκισσοι μαλάκες. Ήρθα για να σας πω δυο λέξεις που σκεφτόμουν για σας τόσο καιρό. Έχετε αυτό το υπεροπτικό βλέμμα, λες και κάνατε κάτι οι ίδιοι για να αποκτήσετε το λεβέντικο ανάστημα ή τη μεγαλειώδη χαίτη σας. Ε, λοιπόν, χαλαρώστε, σας τα χάρισε η φύση και σε αυτήν ανήκουν. Δε δικαιούστε να περηφανεύεστε για κάτι που δεν καταφέρατε από μόνοι σας. ‘Αντε, γεια!” Τον κυνήγησαν, αλλά κουτούλησαν στον ξύλινο φράκτη, ενώ εκείνος πέρασε άνετα, χασκογελώντας από κάτω. Τους αποχαιρέτησε με ειρωνικό βλέμμα κι έφυγε.
Επέστρεψε στην άκρη του δρόμου, εκεί όπου είχε φτάσει μετά το νεκροταφείο. Θυμός, απογοήτευση και στεναχώρια έσμιγαν με τη χαρά για το κατόρθωμα του στο στάβλο και του άφηναν μια μάλλον πικρή γεύση. Δεν εξελίχθηκε ακριβώς όπως την ήθελε αυτή η μέρα. Δεν πειράζει όμως, το σημαντικό ήταν ότι είχε φτάσει στο σημείο που έπρεπε, εντός του χρονικού ορίου που είχε θέσει στον εαυτό του.
Ο δρόμος σε κείνο το σημείο έκανε μια μεγάλη, ανηφορική στροφή. Έπρεπε να βρίσκεται εκεί πριν ο ήλιος κρυφτεί εντελώς πίσω από το βουνό στα δυτικά. Εκείνη την ώρα περνούσε ο δολοφόνος που ο ίδιος επέλεξε για τον εαυτό του. Ήταν ένας βλάκας, που συνήθως έτρεχε στο δρόμο, χωρίς να έχει κάτι να προλάβει. Μερικούς μήνες νωρίτερα είχε ακουστεί ότι χτύπησε ένα πάσσαλο και τη γλύτωσε παρά τρίχα. Δε μπορούσε να σκεφτεί καλύτερο θύμα για να μετατρέψει σε θύτη.
Κρύφτηκε στους θάμνους ακριβώς δίπλα στην άσφαλτο και περίμενε. Ο βλάκας θα έτρεχε όπως πάντα και, πάνω στη στροφή, δε θα τον πρόσεχε που θα ξεπεταγόταν με ταχύτητα, ακριβώς κάτω από τους τροχούς του, δίνοντας στην απογοητευτική του ζωή ένα ενδιαφέρον τέλος και σε κείνον κάμποσες τύψεις. Κούρνιασε στην άκρη του θάμνου, άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και κάρφωσε το βλέμμα του προς την κατεύθυνση από την οποία ήξερε ότι θα ερχόταν ο βλάκας. Μια μικρή δόση άγχους για το τέλος ήταν ευπρόσδεκτη∙ άλλωστε κανένας δε θα μάθαινε.
Εκείνη την Τρίτη σχολάσαμε στην ώρα μας, πράμα πολύ παράξενο και είπα να το εκμεταλλευτώ. Έβαλα στο ράδιο Pink Floyd και χαλάρωσα. Αποφάσισα να μην υπερβώ κανένα όριο ταχύτητας και να μην προσπεράσω κανένα αυτοκίνητο. Έτσι, είχα και την ευκαιρία να χαζέψω λίγο δεξιά κι αριστερά από μένα τους ουρανούς, τη φύση, τους άλλους οδηγούς. Στην ανηφορική στροφή που οδηγεί προς το χωριό πριν από το δικό μου, πρόσεξα ένα γκρίζο, χνουδωτό ζώο να πετάγεται με μεγάλη ταχύτητα και να κατευθύνεται ακριβώς κάτω από το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου μου. Πίστεψα ότι το είχα πατήσει, μα ήταν περίεργο, διότι δεν ένιωσα κανένα μικρό, έστω, τράνταγμα. Ήταν ένας λαγός∙ το αντιλήφθηκα όταν τον είδα να διασχίζει τρέχοντας το δρόμο, προφανώς περνώντας αλώβητος ξυστά από τους τροχούς του αυτοκινήτου μου. Τον είδα να πηδά στα χόρτα δίπλα από την αντίθετη πλευρά του δρόμου και μόλις έφτασε εκεί γύρισε το κεφάλι του και με είδε με ένα εντελώς σουρεαλιστικό, σχεδόν ανθρώπινο ύφος. Το καημένο το ζωάκι, πού να ήξερε τι βλακεία έκανε..

αφιερωμένο σε κείνην που ρώτησε “μα πώς γίνεται να αυτοκτονήσει ένας λαγός;”

14 responses to “Suicidal [5]”

  1. Πόννα κανονίσετε κανένα μίτινγκ θα σου φέρω ένα βιβλίο που θέλω να διαβάσεις. εν ξέρω αν θέλεις εσύ να το διαβάσεις, νομίζω ότι μ πορεί τζαι να σου εξαναείπα εσένα για τούτο, αλλά παρόλο που εν μου αρέσκει να επαναλαμβάνουμαι, ρισκάρω το γιατί θέλω πολλά να το διαβάσεις!
    Once again έγραψες…
    Φτωχός λαγός…

    Και για να γίνω ακόμα πιο πεζή, έχετε τζαι ποτζεί έτσι λαγοφαινόμενα; Εμένα έτυχε μου να δω μόνο προς τον Τζύκκο, τζαι στα Λαγουδερά-Ξυλιάτο. Εγώ ξιππάζουμαι, αλλά στην οικογένεια εμεγαλώσαν κηνυγοί τζαι τζίνοι άμα πετύχουν έτσι σκηνή αν μπορούν να φαν λαό την επομένη, έννα το προσπαθήσουν…. :S

  2. Welcome back λοιπόν !!
    Παρ'όλο που αυτή τη φορά δεν κατέληξε σε αυτοκτονία, ήταν πολύ ενδιαφέρουσα η αφήγησή σου.
    Θυμίζει λίγο το στόρυ με το περιστέρι, ωστόσο. 😉

    p.s. I've missed you!! 🙂

  3. Καλοσωριστες ΕΤ, ου σορρυ, ΤΤ ;Ρ

    Εγραψες παλαι! Οι εικονες που δημιουργεις εν τοσον παραστατικες, που μοιαζουν με οικειες αναμνησεις για τον αναγνωστη. Σαν να το εζησα!

  4. @Moonlight: να το φέρεις το βιβλίο να το θκιαβάσω όποτε εύρω ώραν.. Χαίρομαι που σου άρεσε!

    @MarMar: Ευχαριστώ για το καλωσόρισμα. Ναι, είναι στον τύπο εκείνου με το περιστέρι..

    @καϊσούιν: Εν βουρώ.. πάντα!

    @Grouta: Thanks! Χαίρομαι που εκατάφερα να σου μεταφέρω κάτι!

  5. Κι ομως έχω δει πολλά "ζώα" να αυτοκτονουν κι οχι πάντα εξαιτίας ενός "βλάκα"…

    Φιλιά μελαγχολικά σήμερα

  6. Ξέρω ότι το πας κάπου, αλλά δεν το πιάνω επ' ακριβώς Coulίτα μου. Ελπίζω ό,τι κι αν έχεις να περάσει σύντομα! Φιλιά..

  7. Θύμισμε μόνο γιατί έτσι που βουρώ τζι εγώ μπορεί τζαι να φύει τέλεια που το νου μου!
    Καλά να περνάς! 🙂

  8. @Moonlight: I will!

    @xip, αστροναύτης, Rania: Καλώς σας ξαναηύρα! Τζιαι γω επεθύμησα σας τζιαι χαίρομαι που επέστρεψα. Ευχαριστώ!

  9. νταρατάμ ντατάμ ντατάμμμμμμμμμμμμμμμ!

    (εν οι σάλπιγγες για το καλωσόρισμα…) :ρ

    εισα πολλά περιγραφικός τζαι παραστατικός….

    υ.γ. εχάσαμεν λαγό στοιφάδο… :ρ

  10. @Nonis: άφηστες σάλπιγγες ρε, σιγά! Άρεσε σου, α; Χαίρομαι 🙂 τζιαι ευκαριστώ για το υπερπαραγωγή καλωσόρισμα!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *